Γιάννης K. Ιωάννου: «H δύναμη της δημιουργίας διαλύει την πίκρα, τα διαλύει όλα»
Γράφουν η Αρετή Κοκκίνου και η Θέλμα Καραγιάννη
Η συνέντευξη αυτή έμελλε να ξεκινήσει κάπως έτσι...
“Πριν από λίγα χρόνια, εδώ στο μπαλκόνι μου, άρχισαν να έρχονται αγριοπερίστερα, δεκαοχτούρες. Στο μπαλκόνι μου έχω διάφορα φυτά, περισσότερο, για να μην με βλέπουνε τα απέναντι μπαλκόνια και λιγότερο, για να πω ότι έχω κήπο. Εκείνη την περίοδο δεν έβγαινα πολύ στο μπαλκόνι, άκουγα όμως κάτι ήχους. Ένα πρωί βγαίνω στο μπαλκόνι και βλέπω μέσα από την κουπαστή του μπαλκονιού φτιαγμένη μια φωλιά, πλεγμένη από κλαδάκια και διάφορα άλλα με τρία αυγά μέσα.
Στο μεταξύ ήρθε (είχε, φαίνεται, βγει για τσιγάρα πριν) μια περιστέρα και τα κλώσσαγε. Εγώ έβγαινα στο μισό μέτρο κοντά τους, που σε άλλη περίπτωση θα είχε πετάξει και θα είχε φύγει. Όμως, ένιωθε εμπιστοσύνη, δεν ξέρω... πάντως καθόταν εκεί, με κοίταγε αλλά δεν έφευγε.
Να μην τα πολυλογώ, κάποια στιγμή βγήκαν και τα πουλάκια μεγαλώσαν αυτά, τα έβγαζα κάθε μέρα φωτογραφίες, τα έβαζα στο facebook, είχε γίνει σήριαλ, παρακολουθούσε ο κόσμος. Ερχόντουσαν δύο, αρσενικό και θηλυκό και τα τάιζαν στο στόμα, σιγά σιγά αυτά μεγαλώσανε και προσπαθούσαν να πετάξουνε. Κάποια πέφτανε από τη φωλιά στο μπαλκόνι, έκανα εγώ το διασώστη και τα ξαναέβαζα στη φωλίτσα. Μετά έμαθαν να κάθονται στην κουπαστή του μπαλκονιού και κοίταγαν το πέλαγο, πέρα μακριά. Ένα ένα πέταξαν κι έφυγαν, φύγαν κι οι γονείς κι έμεινε ένα τελευταίο. Αυτό ήταν φαίνεται το πιο άτολμο, ποιος ξέρει...
Στην άκρη του μπαλκονιού είχα μια βουκαμβίλια μεγάλη που είχε ξεραθεί. Είχε μείνει ένα κλαδί της γυμνό που πήγαινε προς το μπαλκόνι. Προσπαθούσε το περιστέρι να πετάξει, πέταγε λίγο στο μπαλκόνι, ξαναέμπαινε στη φωλιά και κάποια στιγμή δίνει μια πεταξιά και στέκεται στο κλαδί της βουκαμβίλιας. Από κάτω είχε ένα τεράστιο ακάλυπτο γεμάτο γάτες, αλλά εκεί που πήγε κι έκατσε δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Αν πλησίαζα μπορεί να φοβόταν και να έπεφτε. Το έβγαλα μια τελευταία φωτογραφία κι αυτό στεκόταν εκεί και κοίταζε εμένα. Έπαθα έναν έρωτα με αυτό το πράγμα. Ήταν και σούρουπο.. Κάποια στιγμή αυτό πέταξε και δεν ξαναγύρισε. Αυτό θα το κάνω τραγούδι εγώ κάποια στιγμή, η εικόνα αυτή με είχε συγκλονίσει. Έκτοτε αυτό το σκηνικό έχει επαναληφθεί. Στο μπαλκόνι έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές περιστεριών”.
Μια όμορφη εναρκτήρια ιστορία από το μουσικό, συνθέτη, ενορχηστρωτή, Γιάννη Κ. Ιωάννου, που έχει μεγαλώσει στα χέρια του γενιές και γενιές τραγουδιών, τραγουδιστών και μουσικών.
Α. Κοκκίνου: Ψάχνοντας τις αρχές της σταδιοδρομίας σου, “έπεσα” πάνω στην εποχή των group.
Γ. Κ. Ιωάννου: Με τους Youngbirds και τους Foremost.
Α. Κοκκίνου: Έχω ακούσει διάφορες ιστορίες από παλιότερους μουσικούς για την εποχή αυτή...
Γ. Κ. Ιωάννου: Εγώ δεν είμαι παλιός μουσικός (παλιομουσικός), είμαι ένας νεαρός μουσικός μεγαλύτερης ηλικίας! Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική στα δεκατρία και κάτι. Δεν φαινόμουν σαν παιδάκι, έμπαινα στα ακατάλληλα κ.λ.π.
Θ. Καραγιάννη: Μεγαλόδειχνες...
Γ. Κ. Ιωάννου: Ναι... Και είχα και μαλλιά! Το '66 έπαιξα για λίγο σε μια ταβέρνα ακορντεόν και μετά έμπλεξα με τους Youngbirds, ένα pop συγκρότημα της εποχής. Εκεί έπρεπε να παίξω αρμόνιο, αλλά εγώ αρμόνιο δεν είχα. Πήγαμε λοιπόν με το θείο μου, το Μίμη Μεταξά (πολλά χρωστάω σ' αυτό τον άνθρωπο) κι αγοράσαμε ένα ELKA. Κάναμε πρόβες σε μια αποθήκη στο Νέο Κόσμο και κάθε τόσο παίζαμε σε κινηματογράφους τα πρωϊνά.
Α. Κοκκίνου: Τα γνωστά Κυριακάτικα, έτσι;
Γ. Κ. Ιωάννου: Ναι... Το πράγμα αυτό ήταν εντελώς ερασιτεχνικό. Για 'μένα όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα και μαγικά... Αργότερα μπήκα στους Foremost, όπου έκατσα εφτά χρόνια και τα πράγματα ήταν εντελώς επαγγελματικά. Υπήρχε μια γειτονιά με night clubs, τo Hobby που εκείνη την εποχή ήταν πολύ in και παίζαμε σαν δεύτερο συγκρότημα μαζί με συγκροτήματα της εποχής, όπως οι Harlems, οι We five... Μετά παίξαμε στο Φλίσκο, στη Φωκίωνος Νέγρη και στο ABC στην Πατησίων πέντε χρόνια. Εκεί παίξαμε δεύτερο όνομα με τους Charms, τους Idols, τους Playboys, λαμβάναμε μέρος σε τηλεοπτικά της καινούργιας, τότε, τηλεόρασης της ΥΕΝΕΔ... Ιστορίες διάφορες.
Α. Κοκκίνου: Στα περί του βιογραφικού σου είδα πολλές αναφορές σε σπουδές εδώ και στο εξωτερικό. Πόσο εύκολο ήταν να σπουδάσει κάποιος μουσική τότε; Στις μπάντες οι περισσότεροι μουσικοί ήταν αυτοδίδακτοι, σωστά;
Γ. Κ. Ιωάννου: Αυτό δεν έχει σημασία. Μην ξεχνάς ότι εκείνη την εποχή, λίγο πριν, βγήκαν εξαιρετικοί μουσικοί από τα Ωδεία. Μην κοιτάς που μετά έγινε της μόδας οι καλοί μουσικοί να πηγαίνουν Πανεπιστήμιο. Κατά την άποψη μου, οι καλοί μουσικοί, όχι όσον αφορά στη μόρφωσή τους μουσικολογικά, αλλά όσον αφορά στην ίδια τη μουσική και πολύ περισσότερο στο να παίζουν μουσική, εκπαιδεύονται στο Ωδείο.
Θ. Καραγιάννη: Τότε λοιπόν υπήρχαν δυνατότητες για μουσική εκπαίδευση...
Γ. Κ. Ιωάννου: Πολλές! Και υπήρχαν και πάρα πολύ αξιόλογοι καθηγητές. Στο Ωδείο Αθηνών, όπου έκανα τις πιο ουσιαστικές σπουδές μου, δίδασκαν άνθρωποι που είχαν έργο πίσω τους. Εμένα, ας πούμε, ήταν καθηγητής μου ο Παλλάντιος. Να σου δώσω να καταλάβεις, κάναμε σολφέζ, τα πιο προχωρημένα, μας συνόδευε και με έπιανε συγκίνηση με τον τρόπο που εναρμόνιζε τα σολφέζ! Αυτό μου είχε μείνει και αργότερα έμαθα να εναρμονίζω εγώ καλά τα σολφέζ. Είχαμε κάνει μια τάξη συμμαθητών που πηγαίναμε να δώσουμε τα τελικά και ήταν σε αυτή, μεταξύ των άλλων, ο Τάκης Μαρινάκης (κρουστός της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών) και ο Δημήτρης Φωτόπουλος, ο φλαουτίστας. Σε αυτή την τάξη οι άλλοι ήταν καλύτεροι εκτελεστές από εμένα, ο καθένας στο όργανό του, αλλά εγώ εναρμόνιζα τα σολφέζ, το γούσταρα αυτό το πράγμα. Παίζαμε τα σολφέζ σε διάφορες διασκευές έτσι για γούστο και τελικά αριστεύσαμε όλοι.
Α. Κοκκίνου: Αργότερα άρχισαν οι μεγάλες μουσικές δουλειές... Πρόλαβες τον Τσιτσάνη, το Ζαμπέτα κ.λ.π;
Γ. Κ. Ιωάννου: Ναι... με τον Ζαμπέτα έπαιζα στη "Φαντασία"... Τον εκτιμώ σαν συνθέτη, γιατί είχε ένα καθαρά προσωπικό στίγμα. Δεν κινήθηκε πάνω σε δρόμους, δούλευε κυρίως ματζόρε και μινόρε κλίμακες, αλλά κατάφερε να κάνει σπουδαία τραγούδια που τα αγαπήσαμε όλοι.
Με τον Τσιτσάνη έπαιζα στα "Ξημερώματα", αρμόνιο και synthesizer...
Α. Κοκκίνου: Από το 1977 είδα ότι ασχολήθηκες με τις επιθεωρήσεις, για τις οποίες έγραφες και μουσική. Ποια ήταν η εμπειρία σου από τον κόσμο του θεάτρου τότε;
Γ. Κ. Ιωάννου: Ξεκίνησα από το θέατρο "Μινώα", που ήταν στην Πατησίων, δίπλα στον ΟΤΕ. Τη μουσική για την επιθεώρηση εκείνη την έγραφε ο αείμνηστος Μενέλαος Θεοφανίδης και έψαχναν μαέστρο για την ορχήστρα. Όπως το ακούς φαίνεται ωραίο! Όμως, στην επιθεώρηση, ο μαέστρος είναι αυτός που τραβάει όλο το κουπί! Σε όλη τη διάρκεια των προβών, ένα μήνα και, πρέπει να είναι καθημερινά στις πρόβες, να περνάει μαζί τους τα μουσικά μέρη, μόνος του να γράφει τις παρτιτούρες, να διορθώνει ανάλογα με ό,τι αλλαγές αποφασιστούν στην πορεία... Προς το τέλος πια, πρέπει να τα ενορχηστρώσει για την ορχήστρα που έχει στη διάθεσή του, να κάνει lettura (πρόβα ορχήστρας) και καθ' όλη τη διάρκεια των παραστάσεων να παρακολοθεί τους ηθοποιούς, έχοντας γραμμένες τις ατάκες των παραστάσεων πάνω στα κομμάτια, για να “βάζει” στα κατάλληλα σημεία την ορχήστρα. Εκείνη την εποχή τα θέατρα γενικά πήγαιναν καλά και είχαν τρεις διπλές παραστάσεις την εβδομάδα, Τετάρτη και Σαββατοκύριακο.
Τον ίδιο καιρό, καθώς ήμουν παντρεμένος και ήθελα να αγοράσω αυτοκίνητο, είχα βρει δουλειά σε ένα μαγαζί, σκυλάδικο ουσιαστικά, όπου το πρόγραμμα άρχιζε στη μία. Εμένα με βόλευε, τέλειωνα από το θέατρο στις 12.30 τη νύχτα και πήγαινα στο μαγαζί μέχρι τις 7-8 το πρωί. Οπότε, τρεις φορές την εβδομάδα που το θέατρο είχε διπλή παράσταση, έφευγα από το σπίτι κατά τις έξι και γύριζα κατά τις 8-8.30 σπίτι. Τι Βέλγιο και ορυχεία... (γέλια)!
Ήταν η μόνη δουλειά που με έχουν απολύσει, γιατί κατέβηκα αυθαίρετα από το πάλκο στις 8.15 μ.μ. Αυτό συνέβη, όταν κάποια στιγμή ο Μητροπάνος, που εκείνη την εποχή είχε επιτυχίες όπως “Τι το θες το κουταλάκι”, “Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο”, στο Διογένη, ήρθε στο μαγαζί, γιατί ήταν φίλος με το μαγαζάτορα και τον είχε καλέσει. Κάποια στιγμή λέει: “Ξέρετε Θεοδωράκη;”-είχε έρθει στο κατάλληλο μέρος, βλέπεις (γέλια...). Εγώ έτυχε να ξέρω όλο τον Θεοδωράκη απ' έξω... Οι άλλοι κατέβηκαν, έκαναν διάλειμμα και βρέθηκε μόνος του στο σκυλάδικο με έναν τρελό στα πλήκτρα να τραγουδάει Μαουτχάουζεν, Ρωμιοσύνη... Ο Μητροπάνος, μετά από αυτό, τη "βρήκε" τόσο πολύ, που ερχόταν τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, τους κατέβαζε όλους και παίζαμε Θεοδωράκη, μέχρι που κάποια στιγμή άρχισαν να διαμαρτύρονται οι πελάτες: “Τι, εμείς πληρώσαμε, για ν' ακούμε τέτοια;”. “Άμα δε σ' αρέσουν να σηκωθείς να φύγεις”, έλεγε ο Μητροπάνος. Κάποια στιγμή που ανέβηκε να τραγουδήσει και δεν τελείωνε, το έκλεισα από μόνος μου και κατέβηκα 8.15 το πρωί. Ήρθε ο μαγαζάτορας κοντά να με δείρει, δεν με έδειρε αλλά με απέλυσε!
Θ. Καραγιάννη: Πολύ σκληρός κόσμος...
Γ. Κ. Ιωάννου: Μετά από χρόνια, βρέθηκα να ενορχηστρώνω ένα άλμπουμ του Μητροπάνου σε μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου και στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Κάποια στιγμή που ήμασταν στο στούντιο και γράφαμε με το Μητροπάνο, του είπα αυτή την ιστορία. Φυσικά ο άνθρωπος ούτε το θυμόταν, ούτε μπορούσε να συνδέσει ότι εκείνος ο αρμονίστας που του έπαιζε Θεοδωράκη ήμουν εγώ. Εμένα με γνώρισε με τον Θεοδωράκη και όχι μόνο και είχαμε μια πολύ εγκάρδια σχέση. Όταν του περιέγραψα όλο αυτό το πράγμα, χωρίς καμιά μομφή, έτσι για χαβαλέ κάποια στιγμή που πίναμε καφέ στο μπαρ του Polysound, του 'πέσαν τα μούτρα και μετά ντρεπόταν να μου μιλήσει, το πιστεύεις; Ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο Μητροπάνος.
Α. Κοκκίνου: Ανέφερες τον Θεοδωράκη, με τον οποίο έχεις κάνει πολλή ενορχηστρωτική δουλειά, αλλά έχεις συνεργαστεί πραγματικά με όλους τους γνωστούς συνθέτες... Ποιον να πρωτοαναφέρουμε;
Γ. Κ. Ιωάννου: Για να σε βοηθήσω, δεν έχω συνεργαστεί μόνο με το Μάνο Λοΐζο και με το Μάνο Χατζιδάκι. Με όλους τους άλλους έχω συνεργαστεί, μέχρι και με τον Καλδάρα είχα παίξει στις "Μπαλάντες του Περιθωρίου" που έκανε προς το τέλος της ζωής του.
Θ. Καραγιάννη: Έκανες και πολλή ενορχηστρωτική δουλειά και επιμέλεια προγραμμάτων...
Γ. Κ. Ιωάννου: Και τηλεοπτικά είχα κάνει πολλά... Συνεργάστηκα πολύ με τους "Απαράδεκτους". Όταν τέλειωσαν τα επεισόδια στην τηλεόραση, έκαναν θέατρο και έφτιαξα εγώ ζωντανή ορχήστρα επί σκηνής. Είχε κάνει ο Μαρασούλης μία πατέντα σαν πατάρι και παίζαμε πάνω από τη σκηνή. Την είχα βγάλει την ορχήστρα αυτή “Πέντε Έλληνες στον Άδη” (γέλια)... Ζούσε κι ο Μπονάτσος ακόμη. Με όλη αυτή την παρέα πήγαμε και Θεσσαλονίκη και μείναμε στο περίφημο ξενοδοχείο “Ολύμπια”.
Θ. Καραγιάννη: Μιλώντας για αναμνήσεις από παραστάσεις, έχεις και εσύ αυτή την αίσθηση, ή μάλλον ψευδαίσθηση ότι δημιουργείται ένα ιδιαίτερο δέσιμο με ανθρώπους, με τους οποίους έχεις μοιραστεί στη σκηνή, ακόμα κι αν δεν τους ξαναδείς μετά;
Γ. Κ. Ιωάννου: Κοίτα να σου πω, Θέλμα, από νωρίς, από τα συγκροτήματα που ξεκίνησα, κατάλαβα έγκαιρα ότι κάποιος μέσα από όλη αυτή την παρέα πρέπει να λειτουργεί συγκολλητικά, αλλιώς είμαστε σκορποχώρι. Ο καθένας κουβαλάει την τρέλα του, τα πάθη του, το ψώνιο του. Στην αρχή νόμιζα ότι τη μεγαλύτερη λόξα την έχουν οι νεώτεροι. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μπορεί να είναι και χειρότεροι, δεν παίζει ρόλο η ηλικία. Αν δεν υπάρχει εκείνος που θα λειτουργεί συγκολλητικά, δεν μπορεί να σταθεί καμία ομάδα. Έτσι οδηγήθηκα σιγά σιγά στο συμπέρασμα -κι έχοντας κάνει πολλές ορχήστρες στη ζωή μου- ότι δεν έχει σημασία πόσο καλοί είναι οι μουσικοί μιας ορχήστρας, αλλά πόσο καλές σχέσεις έχουν μεταξύ τους. Όταν έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους, παίζουν καλά. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν πρόκειται ποτέ να παίξουν, δεν πα' να είναι άριστοι. Παρατηρώντας τον εαυτό μου μέσα από τα χρόνια, είδα ότι έχω την ικανότητα-χάρισμα να πετυχαίνω αυτή την “κόλλα”. Όποιος λειτουργούσε διαλυτικά τον απομάκρυνα.
Α. Κοκκίνου: Έχεις συνεργαστεί φυσικά και με πάμπολλους επώνυμους ερμηνευτές. Νιώθεις ότι αυτό το ιδιαίτερο δέσιμο, που αναφέρει η Θέλμα, λειτουργεί μεταξύ συγκεκριμένου συνθέτη και συγκεκριμένου μουσικού ή συνθέτη;
Γ. Κ. Ιωάννου: Αυτό υπάρχει! Κάποια πράγματα με ορισμένους ανθρώπους βλέπεις ότι γίνονται, χωρίς να χρειαστεί να τα ζητήσεις. Μπορεί να συμβεί και μεταξύ μουσικών, όχι μόνο μεταξύ συνθέτη και ερμηνευτή. Υπάρχει ένα ταίριασμα, ένας συντονισμός σε αυτές τις περιπτώσεις. Εγώ θα έλεγα ότι υπάρχει μια τηλεπάθεια, την οποία δεν συνειδητοποιεί κανείς από τους δύο.
Όταν τζαμάρει ένα γκρουπ που παίζει αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, βασίζεται σε κάποια riff (στάνταρ μουσικές φράσεις), σαν βάση όμως δεν μπορούν να δουλέψουν, αν δεν υπάρχει μεταξύ τους αυτή η τηλεπάθεια. Αν υπάρχει, τους ακούς και δεν το πιστεύεις ότι το αποτέλεσμα προέκυψε εδώ και τώρα χωρίς πρόβα. Είναι τρομερά εντυπωσιακό. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει, όταν συνοδεύει κάποιος έναν ερμηνευτή. Εγώ π.χ. δεν είμαι καλός πιανίστας σαν σολίστας, αλλά είμαι καλός στο να συνοδεύω τον ερμηνευτή. Ταυτίζομαι με αυτόν που συνοδεύω, έχω εκπαιδευτεί σε αυτό το πράγμα ή μπορεί να είναι και ο χαρακτήρας μου.Υπάρχουν πολλοί ερμηνευτές, άντρες και γυναίκες που πίνουν νερό στ' όνομά μου και λένε: “Σαν τον Ιωάννου δεν με έχει συνοδέψει κανένας”. Δεν έχω την απαίτηση να με ακολουθήσει κανένας, κοιτάζω να πιάσω τον ερμηνευτή, όπου χρειάζεται βοήθεια να βοηθήσω, να τον αφήσω να πάρει την πρωτοβουλία, να καλύψω κενά, να μην τον εκθέσω, να νιώσει άνετα...
Α. Κοκκίνου: Όταν είσαι μόνος σου με τον ερμηνευτή γίνεται αυτό, στην ορχήστρα είναι πιο δύσκολο.
Γ. Κ. Ιωάννου: Ναι! Είναι πιο δύσκολο, εκτός αν τους διευθύνεις εσύ.
Α. Κοκκίνου: Στη Wikipedia διαβάζουμε ότι είσαι “πρωτοπόρος στην χρήση synthesiser και τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων στο ελληνικό τραγούδι”.
Γ. Κ. Ιωάννου: Εγώ έμπλεξα με αυτά τα πράγματα από το '85 περίπου. Κάπου εκεί είχε βγει το πρώτο DX7 της Yamaha. Το DX7 είχε μπροστά στο μέτωπό του ζωγραφισμένα κάτι περίεργα σχέδια, που έλεγε ότι είναι αλγόριθμοι (algorithms) . Εγώ αυτή τη λέξη δεν την είχα ξανακούσει και μου κέντρισε πολύ την περιέργεια. Μετά, ψάχνοντας, έμαθα ότι οι αλγόριθμοι είναι διαγράμματα ροής κι έχουν να κάνουν με προγραμματισμό. Για να κατανοήσω πιο καλά τι ήταν αυτό, ξεκίνησα να μελετάω προγραμματισμό. Τότε είχαν βγει τα Windows 3.1 και εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω Basic, Assembly, που ήταν γλώσσα μηχανής... Μόνος μου! Δεν υπήρχε τότε βιβλιογραφία ή το internet.
Πήγαινα στον Παπασωτηρίου και παράγγελνα βιβλία, τα οποία ερχόντουσαν σε ένα μήνα, γιατί τα έφερναν με το ταχυδρομείο απ' έξω. Μετά, ρωτώντας κάποιους προγραμματιστές, έμαθα ότι πρέπει να ξέρεις και Pascal. Άρχισα να μαθαίνω λοιπόν Pascal. Η αφορμή για όλα αυτά ήταν το να μάθω τι είναι οι αλγόριθμοι... Με γοήτευε ότι μπορούσες να βάλεις ένα κειμενάκι, μια σταλιά κώδικα και να επιφέρεις ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα. Ήταν ουσιαστικά η σκέψη υλοποιημένη. Σιγά σιγά κατάλαβα πώς λειτουργούν οι υπολογιστές και μέσα από αυτό συνειδητοποίησα πώς δουλεύει το μυαλό μου, πώς δουλεύω εγώ, το μέσα μου. Με αφορμή αυτά όλα, οδηγήθηκα στο να μπω πιο βαθειά στα synthesisers, πήρα έναν Commodore 64, χρησιμοποιούσα εκείνες τις δισκέτες τις μαλακές που χώραγαν...175 kb! Όλη η μνήμη του Commodore ήταν 64 kb.
Α. Κοκκίνου: Πολλοί θεωρούν ότι η μουσική έχει “χαλάσει” με τους υπολογιστές.
Γ. Κ. Ιωάννου: Αυτοί που το λένε αυτό προφανώς δεν ξέρουν ότι όλες οι ηχογραφήσεις, ακόμα και τα δημοτικά, γίνονται με υπολογιστή πλέον. Αυτοί που έκαναν ζημιά ήταν εκείνοι που δεν ήξεραν πώς να κουλαντρίσουν τα προγράμματα που κάνουν μουσική, με αποτέλεσμα να ακούγονται τα πράγματα μηχανικά.
Α. Κοκκίνου: Και πολλοί χειριστές δεν είχαν αισθητική, ίσως, στη δουλειά τους έτσι κι αλλιώς.
Γ. Κ. Ιωάννου: Έτσι ακριβώς... Αυτός ο τύπος που θα κάνει μουσική άσχημα με υπολογιστή, το ίδιο άσχημα θα την κάνει και χωρίς υπολογιστή.
Α. Κοκκίνου: Δεν έχουμε μιλήσει καθόλου για τη συνθετική σου δουλειά. Θεωρείς ότι, όταν συνυπάρχει η ιδιότητα του συνθέτη με αυτή του ενορχηστρωτή, μπορεί να “ρίξει”, να ανταγωνιστεί η μία την άλλη;
Γ. Κ. Ιωάννου: Ναι, εκ των πραγμάτων. Όσα καιρό δούλευα ως ενορχηστρωτής και αφιέρωνα το χρόνο και την ενέργειά μου σε τραγούδια άλλων, μπορώ να πω τώρα πια με βεβαιότητα ότι έβαζα και το συνθέτη μέσα. Έχω γράψει αμέτρητες εισαγωγές σε κομμάτια που δεν είχαν, έχω διορθώσει κουπλέ, έχω αλλάξει ακκόρντα.. δηλαδή έχω λειτουργήσει δημιουργικά. Σε μία περίπτωση που εγώ προσέλαβα ενορχηστρωτή, για να φτιάξει δικά μου κομμάτια, δεν έκανε κάτι τέτοιο. Εγώ όμως, αν είναι να λειτουργήσω έτσι, δεν θα το αναλάβω καθόλου, γιατί δεν θα μου δίνει χαρά. Είμαι “φιλήδονος”, θέλω να παίρνω ευχαρίστηση από αυτό που κάνω.
Τώρα έχω περάσει από την περίοδο που ήμουν κυρίως ενορχηστρωτής στην εποχή που είμαι συνθέτης. Έμαθα να τα ξεχωρίζω. Όταν λειτουργώ σαν συνθέτης, μπορώ να παλέψω μια σκέτη μελωδία με όσους τρόπους μπορώ. Αν δεν μου έχει έρθει μαζί όλη η ενορχήστρωση, την ακούω αμέτρητες φορές και περιμένω να μου πει από μόνη της τι χρειάζεται. Κάποια στιγμή αρχίζει από μόνη της και παίζει διάφορα όργανα μέσα στο κεφάλι μου, ένα contracanto κ.λ.π. Τα ακούω μιξαρισμένα όλα αυτά. Όταν ξεκινήσω αυτό να το υλοποιώ στον υπολογιστή, το κάνω όπως το ακούω μέσα στο μυαλό μου, δεν ξέρω αν κάνω μίξη ή ενορχήστρωση...
Το έχει πει καλά η Αρλέτα, όταν συνεργαστήκαμε στο άλμπουμ, “Άσε τα κρυφά κρυμμένα”, επειδή με είδε πώς λειτουργώ στην πράξη, οταν μπήκαμε στο Sierra και αρχίσαμε να γράφουμε. Σήκωνα τα μανίκια και άρχιζα να παίζω έτσι, με τα παιχνίδια μου. Είπε για 'μένα: “Αυτός έχει όλο τον πίνακα στο μυαλό του”. Μπορεί να ξεκινάει να ζωγραφίζει κανείς την άκρη του παραθύρου στο κενό κι εσύ δεν υποψιάζεσαι τι έχει παραπέρα. Σιγά-σιγά ολοκληρώνεται η εικόνα και μπορείς στο τέλος να δεις όλο τον πίνακα, που σημαίνει ότι πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη. Αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη δεν λειτουργώ, γι' αυτό το ζητούσα από κάποιους. Με καλλιτέχνες όπως η Αρλέτα ήταν χαρά Θεού!
Θ. Καραγιάννη: Για πες μας και τι ετοιμάζεις τώρα.. Τα δικά σου πονήματα!
Γ. Κ. Ιωάννου: Όλα αυτά τα χρόνια, σε κάτι ελάχιστα κενά που υπήρχαν, έκανα μια σύνθεση πού και πού. Έπεσα με τα μούτρα, κυριολεκτικά, μετά το 2008-09, με την κρίση, που η δισκογραφία από την οποία ζούσα, είχε καταρρεύσει και τα live δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Είχα δύο επιλογές: Ή να πέσω σε βαθειά κατάθλιψη ή να το μετουσιώσω όλο αυτό σε κινητήρια δύναμη και να βγάλω τα σώψυχά μου, προσπαθώντας να υλοποιήσω ό,τι δεν είχα κάνει σε όλη μου τη ζωή. Προτίμησα να κάνω το δεύτερο. Αυτό με έσωσε κυριολεκτικά. Θα είχα πάει στο τρελοκομείο, δεν υπήρχε περίπτωση. Θα είχα δηλητηριαστεί μόνος μου από την πίκρα μου. Αυτή η δύναμη της δημιουργίας διαλύει την πίκρα, τα διαλύει όλα.
Κάπου εδώ φτάσαμε στο τέλος της συνέντευξης ή μάλλον μιας όμορφης χαλαρής και ιδιαιτέρως διασκεδαστικής κουβέντας με τον Γιάννη Κ. Ιωάννου.
Σχολιάστε