Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Mάνος Λοϊζος - Ο πρώτος «Μάνος» που άφησε το ελληνικό τραγούδι...

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

«Ο Μάνος ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του Ανθρώπου...». Ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Μάνο Λοΐζο

Το ελληνικό τραγούδι είχε την ευτυχία να αδράξει το momentum αυτού του δημιουργικού τελικά ονόματος στην ιστορία του, τόσο συμπτωματικά όσο και ιδανικά. Λοϊζος, Χατζιδάκις, Ξυδούς, Ελευθερίου, όλοι τους «Μάνος» και όχι Μανώλης ή άλλα παράγωγα. Δεν θα ήταν κάτι το φοβερό, αν δεν ήταν ένα όχι τόσο συχνό όνομα, όσο και «χαϊδευτικό». Κι είναι κι άλλοι, αλλά αυτά θα τα πούμε σε άλλη στιγμή.

Εδώ είναι ο πρώτος που έφυγε, ο μεγάλος Λοϊζος κι έφυγε γρήγορα. Ένας μεγάλος «Σταθμός». Κι αυτό μπορεί να είναι τίτλος δίσκου του, του πρώτου που κυκλοφόρησε ιστορικά η MINOS το 1968, όμως είναι και μια μεγάλη αλήθεια. Υπήρξε σταθμός στο ελληνικό τραγούδι και γιατί δημιούργησε σπουδαία διαχρονικά τραγούδια και γιατί δημιούργησε πυλώνες για το σύνολο του τραγουδιού, είτε αναδεικνύοντας ερμηνευτές, είτε πρωτοστατώντας στην ίδρυση καλλιτεχνικών συλλόγων με σπουδαία σημασία για το έργο τους.

Αν είχε όραμα ή συνέπεια ή επιμονή το δείχνει η ιστορία η ίδια, αλλά και η αγάπη του κόσμου μέσα στα χρόνια, όσο και των καλλιτεχνών που πέρασαν από τα χέρια του. Και φυσικά είναι συνυφασμένος με τη μοναδικότητα του «Ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας», του κορυφαίου ζεϊμπέκικου στην ιστορία αυτού του τόπου, του ορχηστρικού αυτού θαύματος που υπήρξε αδύνατο ακόμα και για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να του δώσει λόγια, στίχο, όταν του ζητήθηκε από τον Λοϊζο. Και όχι μόνο αυτό…

Στη διαχρονικότητα ψάχνει κανείς και τη διαφορά, αυτή π.χ. του «Δε θα ξαναγαπήσω». Διότι τη διαφορά την έκανε ο στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου ναι, η ερμηνεία του Στέλιου Καζαντζίδη ναι, αλλά αυτό που σε «φτιάχνει» είναι η νότα, η βαριά νότα του μαέστρου που θα σε ταξιδέψει στο χορό και στη ζάλη. Γιατί αυτό είναι το σωστό, παραδοσιακά, ζεϊμπέκικο που αγαπούν οι Έλληνες.

Ο Λοϊζος ήταν ψείρας στη δουλειά του και σχολαστικός, όπως θυμάται ο Λευτέρης Παπαδόπουλος που μαζί έγραψαν δεκάδες επιτυχίες – και συχνά επινοούσε κόλπα για τις ηχογραφήσεις στο στούντιο. Ο Μάκης Μάτσας, στα απομνημονεύματά του, αφηγείται την ιστορία της ηχογράφησης του “Λιόντα”, που αποτυπώνει την τελειομανία και την ευρηματικότητα του Λοϊζου:

«Έβαζε εφημερίδες μέσα στο πιάνο για να αλλοιώσει τον ήχο του και να έχει αυτό το αποτέλεσμα, πειραματιζόταν με τις θέσεις του κάθε μικροφώνου, έτσι ώστε καθένα να παίρνει την ηχώ κάποιου άλλου».

Η αρχή δεν ήταν εύκολη για τον Κυπριακής καταγωγής Μανώλη, αρχικά τουλάχιστον έτσι υπέγραφε κιόλας. Αλλά ανήσυχος από νέος, ασχολήθηκε με τη μουσική, αυτό αγαπούσε. Και για τη μουσική άφησε πίσω του σπουδές, στη Φαρμακευτική αλλά και στην ΑΣΟΕΕ. Κι έτσι το 1962, στα 25 του, γνωρίζοντας τον Μίμη Πλέσσα, καταφέρνει να δισκογραφήσει στη Philips, το «Τραγούδι του Δρόμου». Ποίημα του Λόρκα, ελληνική απόδοση στίχων Νίκος Γκάτσος και ερμηνεία Γιώργος Μούτσιος. Δεν το λες κι άσχημο ξεκίνημα…

Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης τον επιλέγει ως διευθυντή της χορωδίας του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ), στις παραστάσεις της «Όμορφης Πόλης». Η αγάπη του για τον Θεοδωράκη και το έργο του αποδεικνύεται κι από άλλες ενδείξεις. Στις 30 Δεκεμβρίου 1961 μια ομάδα 83 νέων με το όνομα “Φίλοι της Μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη” στέλνουν στον Τύπο επιστολή διαμαρτυρίας, στην οποία το όνομα Μανώλης Λοΐζος είναι το δεύτερο στη σειρά.

“δια την άδικον και αντιπνευματικήν στάσιν των Ραδιοφωνικών μας Σταθμών, έναντι των τραγουδιών του, δια του αποκλεισμού από τας εκπομπάς των”.

Τις ημέρες των παραστάσεων της «Όμορφης Πόλης» θα γνωρίσει και τη Μάρω Λήμνου, την πρώτη σύζυγό του και το 1965 θα παντρευτούν. Ένα χρόνο αργότερα θα έρθει στον κόσμο η κόρη του, Μυρσίνη και θα γίνει η πηγή της έμπνευσής του. Γράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μάλιστα στη βιογραφία του Μάνου Λοίζου, πως το τραγούδι «Πρώτη Μαϊου» το έγραψε γιατί 1η Μαΐου είχε συναντήσει τη Μάρω, σε φιλικό σπίτι και εκεί έγινε η γνωριμία…Και της χάιδευε και τα μακριά της τα μαλλιά, όπως λέει το τραγούδι. Κι ας ακούγεται τόσο πολιτικό ή επαναστατικό το τραγούδι αυτό, είχε αυτό που ήθελε να δώσει ο Λοϊζος με τον στίχο του, τον έρωτα και την επιρροή του σε μια σφοδρή επαναστατική και ασταθή περίοδο.

«Τη δεύτερη φορά που συναντήθηκα με τον Μάνο ήταν στο σπίτι ενός φίλου. Στα χέρια του κρατούσε ένα δισκάκι που μόλις είχε εκδοθεί από την εταιρεία «Φιντέλιτυ». Ήταν «Το τραγούδι του δρόμου» σε μουσική δική του και στίχους του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε ελεύθερη απόδοση Νίκου Γκάτσου. Ναι, η συγκίνηση ήταν μεγάλη και η υπερηφάνεια ακόμη μεγαλύτερη. Όπως και η τρύπα κάτω από τα φθαρμένα παπούτσια του, που καθόλου δεν τον ένοιαζε να μας επιδεικνύει με άνεση. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Πρωτομαγιά του 1962». Μάρω Λοΐζου.

Ο Λοϊζος την 21η Απριλίου 1967 είχε προγραμματίσει να παρουσιάσει – σε μία από τις πρώτες τους ακόμα συναυλίες, μέσω της Πανσπουδαστικής – για το ίδιο εκείνο βράδυ τα «Νέγρικα». Στα «Νέγρικα» ο Λοΐζος είχε αποπειραθεί να ενσωματώσει για πρώτη φορά στη μουσική του ρυθμούς από τη Δύση, ρυθμούς που μιλούσαν στη νεολαία των καιρών. Αυτό ορισμένοι το αποδέχτηκαν, άλλοι όμως το απέρριψαν, προτιμώντας τις μουσικές φόρμες της εποχής. Το ελληνικό κοινό δεν είχε ανακαλύψει ακόμα το ροκ στην πραγματική του φύση.

Η συναυλία ασφαλώς δεν έγινε, ενώ εκείνος αναγκάστηκε να φύγει για το εξωτερικό, ωστόσο ξαναγύρισε. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου συνελήφθη την ίδια μέρα (17 Νοεμβρίου 1973) και πέρασε 10 μέρες στα κρατητήρια στης Ασφάλειας. Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει στις μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής και στο τέλος του 1974 κυκλοφορεί το δίσκο «Τα Τραγούδια του Δρόμου», με όλα εκείνα τα τραγούδια του που είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια, είτε δεν τους είχε επιτραπεί η ηχογράφηση από τη λογοκρισία της επταετίας. Την τριετία 1974 – 1977 υπήρξε ένας από τους βασικούς εκφραστές του πολιτικού τραγουδιού.

Κατά τη διάρκεια φυσικά της χούντας ο μαρξιστής στην ιδεολογία συνθέτης δεν μπορούσε να κουνηθεί καν. Κι έψαχνε άλλους δρόμους. Είχε σχηματιστεί στην Αθήνα μια νέα εταιρεία – το όνομα της «ΜΙΝΩΣ». Ο Μάνος Λοΐζος ήδη από το 1966 είχε απευθυνθεί στους υπεύθυνους, παραδίδοντάς τους δείγμα της μουσικής τους, εκείνοι όμως δεν είχαν ενθουσιαστεί. Τους άρεσε η μουσική, όχι όμως οι στίχοι των τραγουδιών. Ο Λοΐζος είχε στωικά υποχωρήσει. Έναν χρόνο μετά όμως επανήλθε με τα ακόλουθα λόγια:

«δεν σας κρύβω ότι με στεναχώρησε που δεν σας άρεσαν οι στίχοι της γυναίκας μου και γι' αυτό δεν ξαναήρθα, αλλά ίσως είχατε δίκιο και προτίθεμαι να τους αλλάξω».

Κι έτσι μάθανε πως οι στίχοι ήταν της γυναίκας του Μάνου! Η ίδια, αρκετά χρόνια μετά, και έχοντας γίνει μια πετυχημένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων, θα αναγνώριζε πως οι στίχοι της όντως δεν μπορούσαν να σταθούν στο ίδιο επίπεδο με εκείνους άλλων συνεργατών του Μάνου. Πάντως η «ΜΙΝΩΣ» έδωσε μια ακόμα ευκαιρία στον Λοΐζο, και εκείνος την άδραξε με τον «Σταθμό». Όπου με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ξεκινούν μια εποχή μεγάλων συνεργασιών κι αφήνουν διαχρονικές επιτυχίες. «Το παλιό ρολόι», «Δελφίνι δελφινάκι», «Η δουλειά κάνει τους άντρες», «Όποιος δει το παλικάρι» κ.λ.π.

Το 1972 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος (ΕΜΣΕ), που συστήνεται για την καταπολέμηση της κασετοπειρατείας και της λογοκρισίας. Το 1978 έγινε πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος. Τον ίδιο χρόνο παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη.

Μετά τα «Τραγούδια του δρόμου» το 1974, τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί και ο δίσκος του «Καλημέρα Ήλιε» σε στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου. Τα επόμενα 3 χρόνια ακολουθούν κι άλλοι δίσκοι και ο Μάνος Λοΐζος γίνεται ένας από τους βασικούς εκφραστές του πολιτικού τραγουδιού. Ο δίσκος του «Τα Τραγούδια μας» (1976) σε στίχους Φώντα Λάδη, γίνεται πλατινένιος. Το 1978 κυκλοφορεί τον δίσκο «Τα Τραγούδια της Χαρούλας» με στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα. Προς το τέλος του 1980 κυκλοφορεί ο δίσκος του «Για μια Μέρα Ζωής» που είναι ο τελευταίος του.

Στον κινηματογράφο έγραψε μουσική σε αρκετές ταινίες και ευτύχησε να συνθέσει σε πρώτη μετάδοση πολλές από τις μετέπειτα μεγάλες επιτυχίες της δισκογραφίας. Θα κάνει το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το 1965, «ντύνοντας» μελωδικά την ταινία «Μπετόβεν και μπουζούκι» του Ορέστη Λάσκου. Στο εν λόγω φιλμ, ακούγονται τρία τραγούδια του με την Κλειώ Δενάρδου: Τα «Καράβια αλήτες», «Μικρός ο κόσμος γύρω μου» και η «Γαρουφαλλιά» (συμμετέχει και χορωδία). Το τελευταίο είναι το ορχηστρικό «Λαϊκός χορός σε 9/8», που αποτελεί την «πίσω πλευρά» του 45αριού με το «Αυτό τ' αγόρι», το πρώτο τραγούδι της συνεργασίας του με το Λευτέρη Παπαδόπουλο. Σε αυτή την ταινία, υπάρχει και το μουσικό θέμα της εισαγωγής του «Δε θα ξαναγαπήσω» σε αρχικό στάδιο (η συγκεκριμένη πληροφορία αντλείται από τον Τάσο Κριτσιώλη και το music corner). Επίσης ακούγεται το καταπληκτικό «Ο ένας πλάι στον άλλον (Κάθε που βραδιάζει)», που τους στίχους είχε γράψει η γυναίκα του, Μάρω Λήμνου, ενώ το πρωτοερμήνευσε στην ταινία ο ηθοποιός Χάρης Παναγιώτου. Δισκογραφήθηκε αρχικά από τον Γιάννη Γράψα και αργότερα από τον Γιάννη Καλατζή αλλά και τον Δημήτρη Ευσταθίου.

Την επόμενη χρονιά (1966), θα γράψει τη μουσική στις ταινίες «Αγάπες που δε σβήνει ο χρόνος» του Γιώργου Ζερβουλάκου και «Επιχείρησις Δούρειος Ίππος» του Τρέντυ Ρουμανά και το 1967, η Ελένη Ροδά θα τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση το «Η δουλειά κάνει τους άντρες», στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου, «Τρούμπα 67».

Το 1969 αναλαμβάνει τη μουσική και τα τραγούδια του φιλμ «Το λεβεντόπαιδο», στο οποίο ο Παπαμιχαήλ θα τραγουδήσει για πρώτη φορά τα «Τζαμάικα» και «Σ' αγαπώ-σ' αγαπώ» (με διαφορετικούς στίχους αυτό), τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες με τον Γιάννη Καλατζή μέσα από τις «Θαλασσογραφίες».

Στο φιλμ «Η νεράιδα και το παλικάρι» υπάρχει το υπέροχο «Νανούρισμα», με την Αλίκη να το τραγουδά. Την ίδια χρονιά, θα «μοιραστεί» τις μουσικές της ταινίας «Στον ίλιγγο της ζωής» του Σπύρου Ζιάγκου με τον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Γιώργο Μητσάκη, αν και στους τίτλους της ταινίας εμφανίζεται μόνο εκείνος.

Και φτάνουμε στο 1971, τότε που ο Αλέξης Δαμιανός αποφασίζει να γυρίσει την τρίτη ταινία του, την «Ευδοκία». Ζητά λοιπόν από το Λοΐζο να γράψει τη μουσική, επισημαίνοντάς του ότι ως κύριο θέμα, θέλει ένα ζεϊμπέκικο. Έτσι, «γεννιέται» το θρυλικό πια «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», για το οποίο τα είπαμε παραπάνω.

Το ίδιο έτος, ξεκινά και η «βιομηχανία αισθησιακών ταινιών» στην Ελλάδα. Ο Όμηρος Ευστρατιάδης είναι ο σκηνοθέτης των περισσότερων από αυτές και ο Μάνος Λοΐζος θα επενδύσει μελωδικά κάποιες από αυτές. Έτσι, στο φιλμ «Πρόκληση» ο νεότατος Γιάννης Πάριος τραγουδά το «Μάνα δε φυτέψαμε», η Άννα Φόνσου το «Στον ύπνο μου» και η Ελένη Ροδά το «Ρίξαν δώδεκα μαχαίρια» (που αρχικά είχε γραφτεί για τη «Νεράιδα και το παλικάρι»), ενώ στην «Ιδιωτική μου ζωή», η σπουδαία Λίτσα Σακελλαρίου ακούγεται στο «Αχ χελιδόνι μου», το οποίο σχεδόν ταυτόχρονα θα ηχογραφηθεί και θα γίνει πασίγνωστο με τον Γιώργο Νταλάρα.

Το καλοκαίρι του '71, θα είναι σημαδιακό για τη μετέπειτα ζωή του, αφού θα κληθεί να γράψει μουσική και τραγούδια για την ταινία «Διακοπές στην Κύπρο μας», γυρισμένη εξ ολοκλήρου στη Μεγαλόνησο κι εκεί θα γνωρίσει τη Δώρα Σιτζάνη. Η ενασχόληση του συνθέτη με τον «εμπορικό» κινηματογράφο, θα ολοκληρωθεί το 1972. Θα γράψει τα τραγούδια για την ταινία «Η Αλίκη δικτάτωρ», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ν' ακούγεται στα «Ο μικρός δικτάτωρ», «Για το καλό σας» και «Πόσο σ' αγαπώ», το οποίο θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1980 με τη Σιτζάνη στο «Για μια μέρα ζωής». Όλα τα τραγούδια, είναι σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Το 1973 στο φιλμ «Άσπρο μαύρο» και στους τίτλους του, ακούγεται η Χάρις Αλεξίου να τραγουδά το δισκογραφικά ανέκδοτο «Βγήκαμε κάποτε στο δρόμο», σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου. Είναι η μελωδία που με στίχους του Λοΐζου, θα μετατραπεί σε «Καλημέρα ήλιε» που θα γίνει αργότερα τεράστια επιτυχία.

«Ο Μάνος ήταν τρομερός μελωδός. Έγραφε πάντοτε άμεσες μελωδίες. Το πιο σημαντικό είναι, όμως, ότι, μέσα στο χρόνο, η μουσική του είναι σαν να έχει γραφτεί σήμερα… Με τον Μάνο περνούσαμε καταπληκτικά. Είχε απίστευτο χιούμορ. Ήταν άνθρωπος της παρέας. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους, όχι γιατί ήταν επώνυμος, αλλά γιατί ήταν αυτός που ήταν...». Χαρούλα Αλεξίου

«Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος, ονειροπόλος και μαζί, μαχητικός και πεισματάρης. Έτσι ήταν ο Μάνος. Με την ψυχή δεμένη στο ταξίδι. Και με το τραγούδι, αίμα στις φλέβες του. Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως χαμογελούσε. "Είμαι απελπισμένος", έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιό του: το χιούμορ. Έπαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Έπαιζε και με τη ζωή του. Έζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερα από 90, για πολλούς από μας. Γέρος και σοφός και πολύπειρος και συγχρόνως παιδί, έτοιμο να μαγευτεί από τα χρώματα μιας πεταλούδας!». Λευτέρης Παπαδόπουλος

«Αυτό που θυμάμαι πιο πολύ απ' τον Μάνο είναι η επιμονή του να βλέπει τη ζωή και τους ανθρώπους με μια απίστευτη τρυφερότητα. Τα πρώτα τραγούδια του μου τα έδωσε, γιατί του θύμιζα λέει φοιτητή! Και ως φοιτητή με σύστησε αργότερα στο Λευτέρη. Ήταν αγνός και ευαίσθητος στους χτύπους της καρδιάς της Ελλάδας. Τους άκουγε προσεχτικά και τους έκανε τραγούδια, που έβγαιναν απ' την ψυχή του και έμπαιναν στη δική μας ψυχή.

Έτσι ο Μάνος πέθανε χωρίς να έχει τίποτα δικό του. Ούτε καν τα τραγούδια του. Γιατί δεν έγραφε ποτέ για τον εαυτό του. Πάντα για τους ανθρώπους. Γι' αυτό και τα τραγούδια του είναι δικά μας τραγούδια.» Γιώργος Νταλάρας

Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου στις 7 Σεπτεμβρίου υπέστη δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Έφυγε από τη ζωή δέκα ημέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982. Και η επωδός από τα χείλη της Μαρίας Φαραντούρη:

«Τίποτα, ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να τον σβήσει απ' την ζωή μας».

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    O στιχουργός Γιάννης Δαλιανίδης

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν ένας από τους βασικούς σκηνοθέτες...

    Συνέχεια

    Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - Έλα, ρε ψυχούλα μου…

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Κάθε φορά που μπαίνω στη διαδικασία να «ψαχτώ» σε ένα αφιέρωμα, μπαίνω...

    Συνέχεια

    Σωτηρία Μπέλλου - Περιπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί…

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Τον Δεκέμβρη του 2011 ανέβηκε στο Θέατρο Κάππα η δραματοποιημένη...

    Συνέχεια

    Από το 1999 στο 2020

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος 22 χρόνια ελληνικής δισκογραφίας, από το 1999 ως και το 2020. Πόσοι...

    Συνέχεια

    Γιάννης Πουλόπουλος - Ένας δρόμος «Μύθος»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Στις 23 Αυγούστου κάθε χρονιάς ο Λέοντας αποχωρεί, δίνοντας τη θέση του στα επόμενα ζώδια....

    Συνέχεια

    Aλίκη Βουγιουκλάκη - Μια τραγουδίστρια στο… σανίδι

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Το «Ποντικάκι» που έγινε «Εθνική Σταρ»...

    Συνέχεια

    Μάνος Ελευθερίου: Ο απόλυτος ποιητής – ραψωδός του ελληνικού τραγουδιού

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Οι ζωές των ανθρώπων που ασχολούνται με τα γράμματα και τις τέχνες...

    Συνέχεια

    Τόλης Βοσκόπουλος: «Εγώ είμαι ο κύριος Βοσκόπουλος»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Έτσι απάντησε κάποτε ο αείμνηστος «Πρίγκιπας» του ελληνικού...

    Συνέχεια

    Φλέρυ Νταντωνάκη - Ένα σπάνιο ταλέντο με πολλά τραύματα

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Η περίπτωση Φλέρυ Νταντωνάκη λίγο πολύ είναι γνωστή και μάλιστα στα...

    Συνέχεια