Eκφράσεις... μετά μουσικής - Όσα «δανειζόμαστε» στον καθημερινό μας λόγο από τη μουσική
Γράφει ο Κώστας Προβατάς
Δεν τα λέμε τραγουδώντας αλλά κάπως έχουν φτάσει στα χείλη μας αυτές οι προσομοιώσεις από το παίξιμο οργάνων, από μουσικές διαδικασίες και γενικά έχει αξία να γνωρίζουμε πώς δημιουργήθηκαν κάποιες εκφράσεις που χρησιμοποιούμε στο λόγο μας. Έτσι ασχοληθήκαμε με όσες από αυτές έχουν κάτι από μουσική μέσα τους και σας τις παρουσιάζουμε.
Ξύλο μετά μουσικής
Η ιστορία της βρίσκεται κάπου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και αποτελεί «έμπνευση» του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Όταν λοιπόν ο Πασάς, αλλά και αργότερα και άλλοι Τούρκοι αξιωματούχοι εισβολείς βασάνιζαν κάποιον, διέταζαν να παίζει δυνατά μουσική με έντονα κρουστά, ώστε να υπερκαλύπτει τις φωνές απόγνωσης και τα ουρλιαχτά του πόνου των βασανιζομένων, που τάραζαν την ηρεμία των καλοπερασάκηδων Τούρκων εισβολέων…
Αλλά υπάρχει και άλλη μία εκδοχή, το σκηνικό που συναντάμε στα πασίγνωστα καφωδεία (Καφέ Αμάν, Καφέ Σαντάν) της παλιάς Αθήνας της νεώτερης Ελλάδας, όπου, όταν έπιανε κανένας βαρβάτος καβγάς, οι καταστηματάρχες ζητούσαν από την ορχήστρα να παίζει δυνατά, για να καλύπτει τη φασαρία…
Εξ' ων λοιπόν και «ξύλο μετά μουσικής»…
Και θα πεις κι ένα τραγούδι
Η φράση ξεκίνησε από τα γλέντια, τα συμπόσια. Σ' αυτά πολλές φορές κάποιος που τα έχει «τσούξει», επιμένει να πιει ο σύντροφός του, ο οποίος όμως δε θέλει. Αυτός όμως επιμένει με τη φράση: «Μα δεν μπορείς, θα το πιεις» και ενώ ο άλλος συνεχίζει να αρνιέται, εκείνος με φιλική πάντοτε διάθεση τού ξαναλέει: «Έλα, θα το πιεις και θα πεις κι ένα τραγούδι». Σε μερικά, μάλιστα, μέρη λένε: «Θα το κάνεις και θα χορέψεις».
Η κυριολεκτική ωστόσο σημασία της έκφρασης, όσο και η πιο «μάγκικη» που χρησιμοποιείται, για να δώσει σαφές νόημα και ένταση στα λεγόμενα είναι πιο πιεστική από το παραπάνω «αθώο».
Είναι αυτό το «Έχω το πάνω χέρι». Ζητάω, δίνω εντολή, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι. Εκείνος δυσφορεί έως και διαμαρτύρεται, οπότε έρχεται το πείσμα. «Θα το κάνεις και όχι μόνο θα το κάνεις αυτό που λέω, αλλά θα το γουστάρεις κιόλας, θα το κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι».
Για του λόγου το αληθές…
Κάτσε καλά, γιατί θα γίνεις τραγούδι
Συχνά, όταν οι μεγαλύτεροι, οι γιαγιάδες και οι παππούδες ή οι γονείς ήθελαν να συνεφέρουν τα... "άμυαλα" εγγόνια και παιδιά τους, που, "παρασυρμένα" από το πάθος της νιότης, ήθελαν να δοκιμάζουν τα πάντα, χρησιμοποιούσαν αυτήν την έκφραση ως φόβητρο και τους έλεγαν... "κάτσε καλά γιατί θα γίνεις τραγούδι...". Θα κάνουν στίχους δηλαδή τα παθήματά σου και θα γίνεις ρεζίλι σε όλο το χωριό και τα περίχωρα... Ένα τέτοιο πολύ γνωστό παραδοσιακό τραγούδι είναι ο περίφημος "Μενούσης".
Σπάω πλάκα
Εδώ έχουμε τρεις εκδοχές διαφορετικές, η πιο «κοσμική» λέει πως στις αρχές του 20ού αιώνα κάθε αθηναϊκό μαγαζί που διέθετε φωνόγραφο με πλάκες (οι μουσικοί δίσκοι της εποχής ήταν αυτές), είχε και τον ανάλογο κόσμο. Τα μαγαζιά λοιπόν αυτά δημιούργησαν την ατάκα «πάμε στου τάδε, έχει πλάκα». Όταν αργότερα εμφανίστηκαν και οι πλανόδιοι με φωνόγραφο, οι πελάτες των μαγαζιών, όπου περνούσαν, τους έλεγαν να παίξουν, ώσπου να «σπάσει η πλάκα». Στο κέφι και το κρασί δεν ήταν λίγες οι φορές που οι γλεντζέδες, αντί για ποτήρια και πιάτα, βούταγαν την πλάκα του πλανόδιου και την έσπαγαν.
Τέλη του 1932 με αρχές του 1933, ο Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην ODEON τον πρώτο του δίσκο. Από τη μια πλευρά περιείχε το τραγούδι “Το Αράπ”, ένα σόλο ζεϊμπέκικο κι από την άλλη, το «Καραντουζένι», που έλεγε: “Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας”.
Ο δίσκος έκανε τεράστια επιτυχία και πούλησε χιλιάδες κομμάτια. Τα επόμενα χρόνια όλοι οι δίσκοι που κυκλοφόρησε με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστη Δελιά, δηλαδή την πρωτοποριακή κομπανία «Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς», την οποία δημιούργησαν το 1934, έγιναν ανάρπαστοι και περιζήτητοι. Τόσο πολύ που οι δίσκοι έσπαγαν από το πολύ παίξιμο. Από εκεί υπάρχει η εκδοχή για την έκφραση “σπάω πλάκα”. Δηλαδή ο δίσκος, η πλάκα όπως ονομαζόταν, φθειρόταν από τη χρήση της βελόνας και στο τέλος έσπαγε και τον πέταγαν....
Η τρίτη εκδοχή αφορά στο «Τραγούδι του Αθανασόπουλου» του Μοντανάρη, έχει το μεγαλύτερο ρεκόρ πωλήσεων για πάντα, “κατ' αναλογίαν” όμως. Πούλησε δηλαδή περισσότερους δίσκους, απ' όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα, για να το παίξουν. Λέγεται πως όλοι οι γαμπροί που είχαν κακές πεθερές, έστηναν γλέντι, και στο τέλος «σπάγανε το δίσκο» στα πόδια της πεθεράς. Το τραγούδι αναφέρεται στη δολοφονία του εργολάβου Αθανασόπουλου, που έγινε στις 4 Ιανουαρίου 1931 στην Καλλιθέα, από την πεθερά του, τη γυναίκα του, τον εξάδελφο της γυναίκας του, με συνεργό και την υπηρέτρια του σπιτιού.
Άρχισαν τα όργανα
Έκφραση της οποίας η προέλευση εντοπίζεται σε παλαιότερες εποχές, στα χωριά, όπου σε κάθε γιορτή, πανηγύρι και τα συναφή, η έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων δινόταν από την εκάστοτε μπάντα, τους οργανοπαίχτες (με την καλή έννοια).
Σήμερα, η έκφραση αυτή έχει χάσει αρκετά την αρχική της σημασία, της έχει αποδοθεί ένας μάλλον αρνητικός χαρακτήρας. Όταν χρησιμοποιείται, σημαίνει την είσοδο σε μια ενοχλητική κατάσταση διαρκείας, την οποία ενδεχομένως έχουμε ξαναζήσει, χαοτική, ταραχώδη, ίσως λίγο βίαιη ή με σημαντικές για 'μας ανακατατάξεις, που μας προκαλεί δυσφορία και που θα θέλαμε να αποφύγουμε, αλλά είναι αναπόφευκτη.
Σιγοντάρω (αλλά και πρίμο σεκόντο)
Από τo ιταλικό «secondare» που σημαίνει «ακολουθώ» ή «συνοδεύω». Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μουσική, όπου έχουμε και το παράγωγο primo / secondo. Στη δική μας μάλιστα μουσική υπάρχει κατά κόρον το διπλό αυτό σχήμα (ρεμπέτικα, λαϊκά). Αλλά κατ' επέκταση χρησιμοποιούμε τη λέξη, όταν κάποιος μας υπερασπίζεται σε μια λογομαχία -και μάλλον με μια ελαφρά δόση ειρωνείας.
https://www.youtube.com/watch?v=9mmORmMvxVo
Βαράτε βιολιτζήδες
Τα βιολιά στον Πληθυντικό είναι συνώνυμο του «όργανα» (μιας λαϊκής ορχήστρας). Δηλαδή μια συνεκδοχή που αφορά σε όλα τα όργανα και όχι μόνο τα βιολιά. Το ίδιο γίνεται και με τα μπουζούκια και τα κλαρίνα. Πχ. Λέμε «πάμε στα μπουζούκια» ή «πάμε στα κλαρίνα». Αυτό είναι εμφανές από το «βαράτε βιολιτζήδες», αφού το βιολί δεν είναι κρουστό. Αλλά εδώ εννοούνται και τα λοιπά όργανα ντέφια, ταμπούρλα, τουμπελέκια που είναι κρουστά. Η φράση στη σημερινή καθομιλουμένη, καταδεικνύει με μεταφορικό τρόπο την πλήρη αδιαφορία.
Για τα πανηγύρια
Όταν τα ψυχιατρικά ιδρύματα ήταν άγνωστη λέξη ακόμη στην Ελλάδα, τους… ψυχοπαθείς της εποχής τούς έπαιρναν οι δικοί τους και τους πήγαιναν στις εκκλησίες, την ημέρα που γιόρταζε ο συγκεκριμένος άγιος και γι' αυτό υπήρχε πανηγύρι. Πολλές φορές και αναλόγως της περίπτωσης του ψυχοπαθούς, τους έδεναν σε κάποιο δέντρο, για να μη δημιουργούν προβλήματα.
Μπαγλαμάς
Ο όρος "μπαγλαμάς" χρησιμοποιείται στις ελληνικές δημώδεις εκφράσεις ως χαρακτηρισμό συνήθως ανθρώπου που δεν έχει λόγο, μπέσα και για περιπτώσεις που κάνει κακό χωρίς λόγο (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ). Επίσης στην "slang" συναντάται σαν χαρακτηριστικό τιποτένιου και "μικρού" ανθρώπου (σε ευπρέπεια και ήθος), κυρίως συγκρινόμενο με το μέγεθος του εξαιρετικού αυτού λαϊκού οργάνου.
Σε πιο τοπικές διαλέκτους, έχει ακόμα πιο αρνητικό πρόσημο. Μπαγλαμάς λοιπόν είναι ο απατεώνας, αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα και που μπορεί να γίνει τα πάντα, προκειμένου να αποκομίσει το οποιοδήποτε όφελος. Δηλαδή ο απαξιωμένος άνθρωπος που «χαίρει» της πλήρους απ-εκτίμησης όσων τον έχουν πάρει χαμπάρι.
Σαν προέκταση των σημειολογικών αυτών παρατηρήσεων, θα βρούμε και την έκφραση «Μπαγλαμάδες με κουδούνια», όπου αφορά όσους «παλιανθρώπους» δεν γίνεται να κρυφτούν με κανέναν τρόπο. Ό, τι και να πουν, ό, τι κι αν κάνουν, ο θόρυβος των πράξεών τους δείχνει ποιοι είναι οι περίφημοι "μπαγλαμάδες με κουδούνια".
Να σημειώσουμε πάντως, υπερασπιζόμενοι αυτό το εξαιρετικό λαϊκό μας όργανο, ότι μάλλον οι κακοί χαρακτηρισμοί αφορούν στη λέξη «balama» και όχι στον μπαγλαμά. Η εν λόγω λέξη, γνωστή στους Μικρασιάτες και τους τσιγγάνους, αφορά τον ανυπόληπτο, τον χαζό γενικά και αναφέρεται στη λεξικογραφία. Ίσως με το πέρασμα των χρόνων έχει γίνει σύγχυση αυτών των σχεδόν ίδιων λέξεων, με επίδραση στο λαϊκό όργανο. Από την άλλη, ο μπαγλαμάς, όπως και το μπουζούκι, πέρασαν από λαϊκά δικαστήρια και δεισιδαιμονίες την εποχή που το ρεμπέτικο κυνηγήθηκε, οπότε δυνητικά υπάρχει πιθανότητα σύνδεσής του με όποιον «κακό ρεμπέτη» τον κατείχε.
Αυτή είναι μια μικρή γεύση του πώς η μουσική συνδέθηκε με την καθημερινότητα. Εξάλλου η λογική του να «παίζει κανείς το βιολί του», κατέληξε να σημαίνει την «επίμονη επανάληψη λόγων ή ενεργειών, εμμονή σε ενοχλητικές συνήθειες και αντιλήψεις», κατά το λεξικό.
Νομίζω λοιπόν ότι κάπου εδώ θα βάλω τέλος σε αυτήν την «αρθρογραφική» γιορτή, ολοκληρώνοντας με τη μουσική! Με λίγα λόγια και σταράτα:
finito la musica, passato la festa.
Σχολιάστε