Στην τρυφερότητα της σιωπής της Ελένης Καραΐνδρου
Γράφει ο Στέφανος Δορμπαράκης
Με αφορμή την τιμητική διάκριση της αγαπημένης μας κυρίας Ελένης Καραΐνδρου, ως επίτιμης διδάκτορος στο ΕΚΠΑ, νιώθω την ανάγκη να καταθέσω κάποιες σκέψεις. Όχι από υποχρέωση. Από ευγνωμοσύνη. Από εκείνο το είδος της σιωπηλής χαράς που γεννιέται μέσα σου, όταν έχεις συναντήσει κάτι σπάνιο, κάτι πολύτιμο.
Θυμάμαι ακόμη εκείνη την πρώτη τηλεφωνική κλήση. Η φωνή στην άλλη άκρη μού μετέφερε την επιθυμία της κ. Καραΐνδρου να συμμετάσχω στην ηχογράφηση ενός νέου μουσικού της έργου που ετοιμαζόταν να παρουσιαστεί στο Εθνικό Θέατρο της Γαλλίας. Έκλεισα το τηλέφωνο και στάθηκα για λίγο σιωπηλός. Η καρδιά, θαρρείς, κρατούσε παλμό ταινίας του Αγγελόπουλου.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει το «Βαλς του γάμου» από τον "Μελισσοκόμο"; Ή το εμβληματικό «Νοσταλγικό σε 5/8» από την τηλεοπτική σειρά "Δέκα"; Ή το «Ταξίδι στα Κύθηρα» – εκείνο το απαλό, σχεδόν άυλο θέμα, που σε αφήνει να αιωρηθείς ανάμεσα στον χρόνο και στη θύμηση; Ή ακόμα και το μουσικό θέμα από τη "Λωξάντρα";
Γιατί η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου δεν είναι ήχος. Είναι βλέμμα. Είναι μνήμη. Είναι σκιά και φως που περνούν ανάμεσα από λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Έφτασε η ώρα της πρώτης μας συνάντησης. Κουβαλούσα μέσα μου προσμονή. Κι ένα αδιόρατο άγχος – να σταθώ αντάξιος. Δεν παίξαμε αμέσως. Δεν χρειάστηκε. Καθίσαμε και μιλήσαμε. Μας εξήγησε. Μας κοίταξε. Μας άκουσε. Και κάπως έτσι αρχίσαμε να μπαίνουμε στον κόσμο της. Ή μάλλον, στην ψυχή της. Γιατί μόνο εκεί μπορείς να συναντήσεις το έργο της.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο αθόρυβα μας καθοδηγούσε. Η απλότητα που ζητούσε δεν ήταν απλή. Ήταν αποσταγμένη εμπειρία και σιωπή. Δεν ήθελε επιδείξεις· ζητούσε αλήθεια. Ήχους που να μην φωνάζουν, αλλά να ψηλαφούν το άφατο.
Κι εκεί, πίσω απ' την ηρεμία της, υπήρχε πάντα και κάτι ακόμη: η παρουσία εκείνου. Του συντρόφου της ζωής της, του σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα. Αόρατος, αλλά παρών. Σαν φως που δεν το βλέπεις, αλλά φωτίζει. Όταν μας μιλούσε για το έργο, η σκέψη της πήγαινε συχνά σ' εκείνον. Και ξαφνικά καταλάβαινες πως αυτή η μουσική κουβαλούσε πάνω της κι ένα βλέμμα σκηνοθετικό – όχι απλώς τεχνικό, αλλά βαθιά ανθρώπινο. Σαν να μας έλεγε χωρίς να το πει: «Αυτός ο ήχος πρέπει να έχει ψυχή. Όπως θα τον άκουγε κι εκείνος».
Και όταν κάποια στιγμή τελείωνε μια φράση, κι εγώ έμενα μετέωρος για το αν το απέδωσα όπως έπρεπε, ερχόταν εκείνο το απαλό άγγιγμα στο κεφάλι – όχι σαν έπαινος, αλλά σαν επιβεβαίωση πως βρισκόμασταν στον σωστό δρόμο.
Οι μέρες πέρασαν. Οι ηχογραφήσεις τελείωσαν. Και ο δίσκος κυκλοφόρησε από την ECM. Μα εγώ κράτησα μέσα μου όχι μόνο τη μουσική, αλλά τη συνάντηση. Εκείνη την εσωτερική ματιά που μοιράστηκε μαζί μας. Είχα την τιμή να συνεργαστώ με ανθρώπους που θαύμαζα: τον Βαγγέλη Χριστόπουλο, τη Στέλλα Γαδέδη, τον Σωκράτη Σινόπουλο, τον David Lynch, τη Σαβίνα Γιαννάτου και τόσους ακόμη.
Και μετά ήρθαν οι συναυλίες. Η Γαλλία, η Γερμανία… κι έπειτα, το Ηρώδειο. Η σκηνή όπου οι πέτρες έχουν φωνή. Η Ακρόπολη πάνω μας. Κι εκείνη, η Ελένη Καραΐνδρου, ήταν εκεί, σαν άλλη Μούσα, στο πιάνο. Όπως πάντα. Να παίζει, να οδηγεί, να εμπιστεύεται. Και μέσα από αυτήν την εμπιστοσύνη, να μας μαθαίνει. Όχι μόνο ήχους, αλλά στάση. Όχι μόνο τέχνη, αλλά τρόπο. Κι εμείς μέσα στη νύχτα, να κρατάμε αναμμένα τα μικρά μας φώτα.
Συνεχίσαμε. Κι όσο περνούσε ο καιρός, καταλάβαινα όλο και πιο καθαρά: η συνεργασία αυτή ήταν μια μορφή μαθητείας. Όχι μονάχα στη μουσική· στην πίστη στο λιτό. Στην ουσία του ήχου. Στο απόσταγμα. Στην τρυφερότητα της σιωπής.
Και σήμερα, που τολμώ κι εγώ να χαράξω δειλά τα πρώτα μου συνθετικά μονοπάτια, νιώθω τη σκιά της να με αγγίζει ευεργετικά. Όχι, για να με καθοδηγήσει. Αλλά, για να μου υπενθυμίσει το σημαντικό: ότι η μελωδία δεν είναι λόγος. Είναι σιωπή που τραγουδάει.
Αγαπημένη μας κυρία Καραΐνδρου, σας ευχαριστούμε!
Για τη μουσική. Για τον τρόπο. Για την ευγένεια του ήχου σας.
Για την τιμή να βαδίσουμε, έστω για λίγο, δίπλα σας.
Σχολιάστε