Συνεντεύξεις

Ρωτάμε, απαντάνε!

Γιάννος Aιόλου: «Η Τέχνη ειναι συμμετοχική. Με ενδιαφέρει το κοινό που με ανακαλύπτει με δική του αυτενέργεια»

Γράφει η Ιλένια Χρίστου

Όποιος ανακαλύπτει τη μουσική του πολυβραβευμένου συνθέτη Γιάννου Αιόλου μαγεύεται! Μακριά από καθετί ψεύτικο, πρόχειρα «φτιασιδωμένο», ευκαιριακό, επιφανειακό, μας δείχνει ότι υπάρχει και ένας άλλος τρόπος, πιο ουσιαστικός και πιο βαθύς, που μπορεί να μας συναρπάσει και να μας ταξιδέψει! Η μουσική του καταφέρνει να αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές μας και να ανασύρει ένα πλούτο συναισθημάτων. Και ίσως την πιο φωτεινή πλευρά του εαυτού μας!

Όπως αναφέρει ο ίδιος «…δεν έχω κανένα λόγο να κάνω μουσική αν δεν φέρει / δημιουργεί μια συναισθηματική δόνηση. Αυτή είναι πάντα η αιτία που σκέψεις και εικόνες (διαφορετικές σε κάθε ένα μας) αναδύονται από τον εσωτερικό μας κόσμο συνειρμικά. Γι' αυτή την βουτιά που κάνουμε όλοι μαζί και παράλληλα στον μέσα κόσμο μας – όταν και αν συμβαίνει – κάνω μουσική…».

Τι να πρωτοαναφέρει κανείς για τη σημαντική πορεία του Γιάννου Αιόλου … Μουσικές για ταινίες, τηλεοπτικά projects, βραβεύσεις, δισκογραφικές δουλειές, σπουδαίες συνεργασίες, όπως αυτές με τους σκηνοθέτες Fatih Akin και Klaas Bense, σημαντικά ορχηστρικά έργα, όπως «Ο Χορός των Νεκρών Ρόδων», «Αιώνιο σώμα», «Το Δάσος των Όρκων», «Νάρκισσος», αλλά και το οπτικοακουστικό θέαμα που του ανατέθηκε στο πλαίσιο της 86ης ΔΕΘ, με τίτλο «Aιών …εν Ιωνία, Θράκη και Πόντω» … Και τόσα άλλα…

Αφορμή για αυτή τη συνάντησή μας στάθηκε το τελευταίο έργο του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, τα «Tangos του Μαγικού Ρεαλισμού». Ένα album που έρχεται 10 χρόνια μετά το βραβευμένο soundtrack της ταινίας «Τανγκό των Χριστουγέννων». Ένα ολοκληρωμένο έργο που φέρει την προσωπική σφραγίδα του Γιάννου Αιόλου στη δημιουργία μιας προσωπικής μουσικής γλώσσας για ένα «Tango del Mondo»!

Ένα έργο όπου, καθώς συνυπάρχει το φανταστικό με το ρεαλιστικό, μας οδηγεί να ανοίξουμε την ψυχή μας, για να βιώσουμε μια ξεχωριστή «πνευματική» εμπειρία!

Πώς ο Μαγικός Ρεαλισμός, ο οποίος αποτελεί στην ουσία ένα λογοτεχνικό κίνημα, εισέρχεται στο έργο σας;

Ο μαγικός ρεαλισμός είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα, το οποίο ενσωματώνει μαγικά και υπερφυσικά γεγονότα σε μια ρεαλιστική αφήγηση, χωρίς να αμφισβητεί την εγκυρότητά τους σε μια προσπάθεια να κατανοήσει βαθύτερα την ίδια την πραγματικότητα ή και να την κριτικάρει.

Το κίνημα προήλθε από τη Λατινική Αμερική στα μέσα του εικοστού αιώνα και θεωρείται γενικά ότι ξεκίνησε τη δεκαετία του 1940. Ο Χόρχε Λούις Μπόρχες, ο Κάρλος Φουέντες και ο Χούλιο Κορτεσάρ χρησιμοποίησαν πρώτοι στοιχεία μαγείας και φανταστικού στα έργα τους. Αργότερα ο Μαρκές με «Τα 100 χρόνια μοναξιάς», η Ιζαμπέλα Αλιέντε με «Το Σπίτι των Πνευμάτων» το έκαναν παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο επηρεάζει καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο, όπως τον Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι με «Το Κουρδιστό Πουλί» και τον Βρετανό με ινδική καταγωγή, Σαλμάν Ρούσντι, με «Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου» καθώς και πολλούς άλλους.

Η επιρροή του Μαγικού Ρεαλισμού είναι εμφανής και στη ζωγραφική, όπως σε έργα της Φρίντα Κάλο με τα ψυχολογικά πορτρέτα της ή στον κινηματογράφο, όπως με τη μεταφορά των λογοτεχνικών έργων, όπως «Το Σπίτι των Πνευμάτων», «Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου», το «Σαν νερό για Ζεστή Σοκολάτα» της Λάουρα Εσκιβέλ ή τον κινηματογράφο του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.

Το κίνημα έχει επηρεάσει και "εμπνεύσει" καλλιτέχνες από πολλές τέχνες. Λιγότερο ίσως στη μουσική – ή ίσως είναι λιγότερο αναγνωρίσιμο ως επιρροή, πιθανόν γιατί το μαγικό και το πραγματικό είναι δύσκολο να οριστούν στη μουσική.

Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, Ευρωπαίοι μετανάστες στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη συνδυάζουν ευρωπαϊκές μουσικές και χορευτικές παραδόσεις με αφρικανικούς ρυθμούς και γεννιέται σιγά-σιγά το Τάνγκο, μια μουσική και ένας χορός αρχικά των καταγωγίων, των φτωχών καπηλειών και των μπορντέλων που αργότερα εξαπλώνεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και μετά τη δεκαετία του 1970 αποτελεί διεθνές φαινόμενο.

Όταν γεννιέται το κίνημα του Μαγικού Ρεαλισμού, τα Τάνγκος είναι μια μουσική του περιθωρίου, των καταπιεσμένων και ως έτσι ο Μπόρχες τη χρησιμοποιεί συχνά, όπως για παράδειγμα, στο διήγημά του "Άνδρας σε Ρόδινο στέκι", εννοώντας ένα μπορντέλο.

Για 'μένα η φόρμα του Τάνγκο είναι συνυφασμένη με το Μαγικό Ρεαλισμό όσο και ο ίδιος ο Μπόρχες. Είναι βέβαια μια προσωπική διαδρομή και τοποθέτηση. Ίσως γιατί για 'μένα ο Μαγικός Ρεαλισμός είναι πολύ περισσότερο από ένα "κίνημα" τέχνης. Είναι στάση ζωής. Και δεν εννοώ ότι μιλώ με παγώνια ή διαβάζω βιβλία χωρίς πρώτη ή τελευταία σελίδα, αλλά ότι θεωρώ απολύτως απαραίτητο δομικό στοιχείο της ζωής μου και της πραγματικότητας, στην οποία ζω (είτε με επιλογή είτε αναγκαστικά) το μυθικό στοιχείο. Για 'μένα είναι εντελώς ξεκάθαρο, από μικρή σχετικά ηλικία ότι ο καθένας μας πλάθει ένα μύθο μέσα στον οποίο ζει, τον οποίο στην πρώτη φάση της ζωής του προσπαθεί εναγωνίως να τον συνδέσει με την πραγματικότητά του, αλλά αργότερα, όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος της απομυθοποίησης, πρέπει να προσπαθεί πάση θυσία να τον διατηρεί μετεξελίσσοντας τον, ενσωματώνοντας όσα περισσότερα μαγικά στοιχεία μπορεί, ώστε η πραγματικότητά του να διατηρεί αφενός το πλάτος της παιδικής αφέλειας και αφετέρου το βάθος και την πολυπλοκότητα της σοφίας, η οποία πνίγεται «κάτω από τα σύνορα της λογικής και που δεν χωρά αντινομίες», για να χρησιμοποιήσω μια φράση της Ασκητικής του Νίκου Καζαντζάκη.

Η πρόταση να γράψετε μουσική για την ταινία «Τανγκό των Χριστουγέννων» πριν από 10 χρόνια υπήρξε η αφορμή, για να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο είδος;

Απολύτως. 10 χρόνια πριν από το «Τανγκό των Χριστουγέννων», μου ζητήθηκε να κάνω μουσική κατά το στυλ του Μεσογειακού Μπελ Κάντο και του Μεσογειακού Βαλς, για την ταινία του Fatih Akin, το «Solino». Ήταν από μόνη της μια "μαγικά ρεαλιστική" πρόταση:

Ένας Γερμανός σκηνοθέτης τουρκικής καταγωγής ζητά από έναν Έλληνα συνθέτη να κάνει ιταλική μουσική για μια ιστορία μιας οικογένειας Ιταλών μεταναστών που αναγκάζεται να μετοικίσει στην Γερμανία για οικονομικούς λόγους. Έπρεπε να βρω μια προσωπική γραφή μέσα στο γίγνεσθαι της Μεσογειακής μου καταγωγής, χωρίς να αντιγράψω άλλους συνθέτες, όπως το Nino Rota ή τον Ennio Morricone και ταυτόχρονα να είμαι πιστός στην προσωπική μου γραφή, υπηρετώντας την ταινία.

Αυτό όμως ήταν πολύ πιο εύκολο και πιο κοντινό από το να βρω έναν τρόπο να ισορροπήσω ένα Τάνγκο στην ελληνική επαρχία επί Χούντας, σε ένα στρατόπεδο του Έβρου, όπως έπρεπε για την ταινία «Το Τανγκό των Χριστουγέννων»… Έπρεπε η μουσική μου να είναι ταυτισμένη με τον συναισθηματικό κόσμο της ταινίας, αλλά να είναι και του '70 αλλά και σύγχρονη. Ήθελα επίσης για τους τίτλους τέλους ένα τραγούδι -το τραγούδι που ερμήνευσε μοναδικά ο Γιώργος Νταλάρας, σε στίχους της Ελένης Ζιώγα - να είναι "το βασικό μουσικό θέμα του soundtrack" και όχι απλά ένα τραγούδι… που το δανειστήκαμε από κάποιο καλλιτέχνη, ακόμη και από άλλο συνθέτη, όπως συχνά γίνεται… Ήθελα να μπορεί να τραγουδηθεί ένα Τάνγκο, χωρίς να μυρίζει ναφθαλίνη, χωρίς το μελό του φολκλόρ που μερικές φορές μπορεί να είναι από χαριτωμένο έως ενοχλητικό… Σαν να μην έφταναν όλα αυτά έπρεπε να 'διασκευάσω' και ένα Τάνγκο της εποχής (του '70) που οι δύο χαρακτήρες θα χόρευαν, το Tango Nocturno, ενός Γερμανού συνθέτη…

Τότε άρχισε όλος ο κόσμος μέσα μου να ζητά δικαίωμα στην εξήγηση… χώρο να απαντήσει… ανάγκη να βρω μια γλώσσα δική μου στο Τάνγκο…

Τι είναι το Tango στο δικό σας κόσμο;

Στο studio ο Γιώργος Νταλάρας μού είπε ότι για εκείνον το Τάνγκο είναι σαν ένα ζεϊμπέκικο, δηλαδή λαϊκό, αλλά αυστηρό και μετρημένο. Ακούω φωνές διαφόρων "Τανγκιέρος" που λένε ότι το Τάνγκο είναι μια μουσική των 'ορμονών', δηλαδή κάνει τις ορμόνες του καθενός να εκρήγνυνται, γιατί είναι αισθησιακός και εν τέλει ερωτικός, σεξουαλικός χορός. Ο Piazzolla που για κάποιους είναι ο άνθρωπος που έβγαλε το Τάνγκο από τη στενή έννοια του φολκλόρ, είναι για άλλους ο καταστροφέας του (όπως καταλαβαίνετε εγώ ταυτίζομαι με τους πρώτους) και είδε το Τάνγκο σαν μια crossover φόρμα, δηλαδή που μπορεί να ταιριάξει την σύγχρονη 'λόγια' μουσική με λαϊκές παραδόσεις, ρυθμούς, αισθητικές.

Για 'μένα, που ο μόνος λόγος που κάνω μουσική είναι για να περπατάω στον εσωτερικό μου κόσμο, το Τάνγκο είναι μια φόρμα που μπολιάζει την κινηματογραφική 'συμφωνική' σκέψη με μια παγκόσμια μουσική παράδοση (του Τάνγκο) που ήδη φέρει Ευρωπαϊκά αλλά και Λατινοαμερικάνικα στοιχεία, με τον μόνο τρόπο που ξέρω να δημιουργώ, δηλαδή δημιουργώντας συγκινησιακούς μουσικούς συνειρμούς.

Όπως έχετε αναφέρει, η διαδικασία σύνθεσης αυτού του έργου σάς άλλαξε ως συνθέτη και ως άνθρωπο. Θέλετε λίγο να μας το εξηγήσετε...

Για να μπω στην ουσία του πράγματος εδώ πρέπει να πω ότι το "ρεαλιστικό" για 'μένα είναι η "χώρα της τονικότητας". Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τη μουσική δομή, εξηγούμαι: η μουσική είναι φτιαγμένη από 12 φθόγγους (εννοούμε τη δυτική μουσική, όχι την τροπική διαφόρων παραδόσεων). Αυτές οι 12 νότες αποτελούν όλο το μουσικό σύμπαν. Επαναλαμβάνονται σε πολλαπλάσια προς τα πάνω και προς τα κάτω δημιουργώντας πιο υψίφωνα όργανα ή πιο μπάσα, σε αυτό που λέμε οκτάβες. Όμως όλη η μουσική γλώσσα, απαρτίζεται από δώδεκα φθόγγους, σαν μια γλώσσα με δώδεκα γράμματα.

Από αυτούς τους φθόγγους, τις 12 νότες, κάθε μία 'τονικότητα' χρησιμοποιεί μόνο τις 7 νότες. Οι άλλες δεν χρησιμοποιούνται, διότι παράγουν ήχους που δεν ανήκουν σε αυτό το 'μουσικό σύμπαν', και ακούγονται αμέσως ως "λάθος" ως "παράταιρες, παράξενες, ξένες…". Αν αλλάξουμε τονικότητα, τότε ένα άλλο μοναδικό σύνολο 7 νοτών θα χρησιμοποιηθούν κ.ο.κ. Η αλλαγή από τη μία τονικότητα σε κάποια άλλη συνήθως δημιουργεί ένα αίσθημα 'παράξενο', και χρησιμοποιείται σπάνια.

Στα Τάνγκος του Μαγικού Ρεαλισμού χρησιμοποιώ την 'πολυτονικότητα', την αλλαγή από μία τονικότητα σε μια άλλη, αλλάζοντας 'την μουσική πραγματικότητα' κάθε μέρους του έργου.

Μα θα μου πείτε, αυτό το κάνουν συχνά πολλοί συνθέτες. Πράγματι! Για 'μένα ήταν απαγορευμένο, διότι αποτελούσε ένα είδος "ευκολίας"… όταν δεν είχες τι να πεις, άλλαζες τονικότητα… Η 'ξένη' αυτή αίσθηση έμοιαζε σημαντική, ενώ στην ουσία είναι κάτι 'εύκολο', δεν το θεωρούσα 'τίμιο'…

Όμως, οι τρόποι που το κάνει κάποιος, μπορεί μετά από πολλή σκέψη και πειραματισμό σε πολλά επίπεδα, τεχνικό, φιλοσοφικό, αισθητικό, συναισθηματικό… να δώσουν απαντήσεις διαφορετικές από τις μέχρι χθες, δικές μου εμμονικές προκαταλήψεις… Και αυτό ήταν κάτι που μου άλλαξε τον τρόπο γραφής, αλλά και σκέψης… άνοιξα ακόμη πιο πολύ σε ένα είδος μαγικής πραγματικότητας…

Αυτό που κατέληξα να κάνω είναι να κρατάω τον εστιασμό ίδιο, είτε είναι η μελωδική γραμμή, είτε το αρμονικό περίβλημα. Με τον τρόπο αυτό εισάγονται νέα "μη ρεαλιστικά" στοιχεία στην "τονική πραγματικότητα" κάθε μουσικού θέματος, με τρόπο ώστε τη νέα πραγματικότητα να αποτελεί η νέα τονικότητα, έχοντας μεταφέρει τον ακροατή σε ένα νέο 'τόπο'. Προσπαθώ να αλλάξω στοιχεία με τέτοιο τρόπο, ώστε η αλλαγή του "μουσικού σύμπαντος, η μεταφορά σε μια άλλη μαγική πραγματικότητα" να μη γίνεται σχεδόν αντιληπτή ή με το ελάχιστο δυνατό "ξένισμα", ακόμη και στους μυημένους, δηλαδή με ένα όσο πιο "μαγικό τρόπο" γίνεται.

Γιατί επιλέξατε τη Λάρισα, τη γενέτειρα πόλη σας, για να παρουσιάσετε πρώτη φορά τα «Tangos του Μαγικού Ρεαλισμού»;

Για καθαρά συναισθηματικούς λόγους. Ο τόπος που γεννιόμαστε αποτελεί πάντα μια Μαγική αναφορά, αλλά και μέρος της πραγματικότητάς μας. Μας συντροφεύει πάντα, όπου κι αν πάμε. Η ένταση με την οποία 'εγγράφονται' μέσα μας οι εμπειρίες της παιδικής ή εφηβικής μας ηλικίας δεν συγκρίνονται με αυτή των μετέπειτα χρόνων. Η Ελληνική επαρχία υπήρξε για 'μένα ένας λόγος να θέλω να "μεταφερθώ" σε άλλους τόπους, νοητικούς και πραγματικούς… με έκανε να ταξιδέψω και να ζήσω σε πολλούς τόπους. Ίσως αν είχα γεννηθεί σε μια αστική οικογένεια της Αθήνας να είχα λιγότερους λόγους να 'δραπετεύσω' σε άλλες πραγματικότητες. Χωρίς "ευκολίες" λοιπόν, έπρεπε να διεκδικήσω από πολύ νωρίς λίγο οξυγόνο, όπου μπορούσα… ίσως γι' αυτό να είχε πάντα για 'μένα τόση σημασία η δύναμη της μαγείας… ακόμη και σήμερα, χωρίς αυτή, βρίσκω την πραγματικότητα απίστευτα βαρετή, μονοδιάστατη, αμετακίνητη, νεκρή… Η Λάρισα λοιπόν ήταν που με έσπρωξε να φύγω, να δω χωρίς συναισθηματισμούς τη θέση μας ως Έλληνες στο εξωτερικό, σήμερα αλλά και ιστορικά, να λυπηθώ και να αμφισβητήσω, να ανατρέψω μύθους και να ψάξω για άλλους, να γκρεμιστώ τόσες φορές από τις βεβαιότητες που μου έδειξε η επαρχιακή Λάρισα - που αργότερα έμαθα ότι σε διαφορετική κλίμακα έτσι ήταν όλη η χώρα…

Με έκανε όμως ταυτόχρονα να κατανοήσω, να συγχωρέσω, να βρω χώρο να δικαιολογήσω, να αγκαλιάσω εν τέλει αυτό που με γέννησε, που δεν του αξίζει μόνο κριτική, αλλά και αγάπη. Γιατί, μόνο με αγάπη για τα πράγματα, μπορεί να επέλθει όποια αλλαγή. Αυτό άλλωστε είναι το κρυφό συστατικό όλου του σύμπαντος. Θα έχετε ακούσει ότι "βλέπουμε" μόνο το 3% της ύλης και της ενέργειας, και όλο το άλλο είναι "σκοτεινή ύλη και ενέργεια". Ε, λοιπόν, κρυφή αγάπη είναι. Δεν υπάρχει τίποτα το σκοτεινό εκεί. Καταναλώνουνε, χωρίς να το ξέρουμε, από το παγκόσμιο αποθεματικό της αγάπης που καταθέτουν όσοι "αγαπούν", και με αυτό δεν εννοώ μόνο τις "μάνες και τους πατεράδες" που καταθέτουν απλόχερα αγάπη ή τους ερωτευμένους ή τους πιστούς, εννοώ και όλους όσοι κάνουν καθετί με αγάπη… Αν ποτέ αυτό το παγκόσμιο απόθεμα αγάπης σωθεί, τότε μπορεί να χαθεί και ο κόσμος όλος…

Θα ήθελα να αναφερθούμε στο προηγούμενο έργο σας, το επετειακό οπτικοακουστικό αφιέρωμα για τα 100 χρόνια μνήμης από την Μικρασιατική Καταστροφή, που παρουσιάσατε στην 86η ΔΕΘ, αλλά και στο Σύνταγμα, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Θα έλεγα ένα εντελώς διαφορετικό έργο με μοναδικό κοινό σημείο (επιτρέψτε μου να πω) τον τρόπο που αγγίζετε την ανθρώπινη ψυχή, ανασύροντας ένα πλούτο συναισθημάτων. Πώς προσεγγίσατε το συγκεκριμένο θέμα;

Η τύχη να γεννηθώ Έλληνας με προίκισε με βαθειά γνώση, σε κυτταρικό εννοώ επίπεδο, όχι νοητική, της έννοιας της "ροής". Στην Ελλάδα, όσο κι αν μοιάζουν όλα στατικά κάποιες στιγμές, έχουμε την γνώση της ροής του χρόνου, των ανθρώπων που ως ποτάμια ρέουν από Δύση προς Ανατολή και το αντίστροφο, είμαστε σε ένα σταυροδρόμι όπου τόσες παραδόσεις, θρησκείες, κόσμοι ολόκληροι συναντιούνται…

Μέση Γη, Μεσόγειος…

Η Μικρασιατική καταστροφή και το αφιέρωμα ήταν μια αφορμή να "μιλήσω" μουσικά για όλα αυτά, αλλά κυρίως για το τι σημαίνει αυτή η ροή… δηλαδή για τον ξεριζωμό… Οι άνθρωποι είμαστε δέντρα, ριζώνουμε. Κάθε μετατόπιση, σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και του μυαλού είναι αιματηρή διαδικασία.

Κι εδώ στη χώρα μας, μόνο αυτό βλέπουμε από πάντα. Ήταν ευκαιρία να μιλήσω με μια μουσική γλώσσα που φέρω, που σπάνια την "μιλώ". Κι εδώ η "πρόκληση" ήταν να κάνω μια "μουσική – συναισθηματική" αφήγηση, μπολιάζοντας μουσικές παραδόσεις με ένα σύγχρονο ήχο. Το έχω ξαναπεί ότι δεν έχω κανένα λόγο να κάνω μουσική, αν δεν φέρει/δημιουργεί μια συναισθηματική δόνηση. Αυτή είναι πάντα η αιτία που σκέψεις και εικόνες (διαφορετικές σε κάθε ένα από εμάς) αναδύονται από τον εσωτερικό μας κόσμο συνειρμικά. Γι' αυτή τη βουτιά που κάνουμε όλοι μαζί και παράλληλα στον μέσα κόσμο μας – όταν και αν συμβαίνει – κάνω μουσική. Για κανένα άλλο λόγο. Όσο για τα μουσικά είδη και τα ιδιώματα, αν αναφέρεστε σε αυτά, είναι απλά το "μέσο", η φόρμα, η γλώσσα. Οι ιδέες όμως υπάρχουν (οι μουσικές εννοώ) πέρα από τις γλώσσες. Είναι αλήθεια ότι μια πλούσια γλώσσα μάς κάνει να σκεφτόμαστε πιο σύνθετες έννοιες, το ίδιο συμβαίνει και με τις μουσικές γλώσσες.

Πατάω στην απλότητα της παράδοσης, στην πολυποίκιλτη οριζόντια μουσική γλώσσα, αλλά προσπαθώ να την αναπλάσω σε πιο κάθετες μορφές, αρμονικά πιο σύνθετες και σύγχρονες, όπως και στο Τάνγκο, το Μπελ Κάντο ή την Μικρασιάτικη που στην περίπτωση του έργου που αναφέρεστε την μπολιάζω με την Ηπειρώτικη, τη Βαλκανική, την Ευρωπαϊκή, αφού για 'μένα το αφιέρωμα δεν ήταν σε μια καταστροφή αλλά σε μια ιστορία συνδυασμού τόσων στοιχείων σε αυτό το αμάλγαμα που είναι σήμερα η Ελληνική Ψυχή.

Σε μια χώρα που κυριαρχεί το τραγούδι και τα «εύκολα» θεάματα, πιστεύετε ότι τα ορχηστρικά έργα καταφέρνουν να βρουν το δρόμο τους προς το κοινό και να ξεχωρίσουν;

Δεν με απασχόλησε ποτέ να 'ξεχωρίσω', όπως λέτε, με την έννοια του "βγαίνω ψηλότερα πάνω από ένα συνονθύλευμα" μουσικών. Εγώ κάνω τη δουλειά μου, όπως αντέχω και μπορώ. Οι φορείς και τα μέσα τη δική τους και το κοινό επιλέγει. Δεν είναι όλα για όλους. Ούτε με ενδιαφέρει να ικανοποιήσω τους πάντες. Αν ένας άνθρωπος δεν ψάχνει τριγύρω του, μάλλον δεν το κάνει γενικά στη ζωή του και είναι δυστυχώς περισσότερο έρμαιο της "δωρεάν" κουλτούρας… Αυτό το ζήσαμε πρώτοι εμείς, οι δημιουργοί της μουσικής, όταν η μουσική βιομηχανία κατέρρευσε, και πλέον "δωρεάν" θεωρητικά μπορεί κάποιος να βρει τα πάντα… όμως ψάχνει; Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και στον κινηματογράφο… "δωρεάν" σχεδόν, με φτηνές συνδρομές, βλέπεις τα πάντα… ακόμη όμως βασιζόμαστε στα απομεινάρια του παρελθόντος… αυτό το "δωρεάν" έχει απίστευτο αντίκτυπο στην καλλιτεχνική δημιουργία, καθιστώντας το σχεδόν αδύνατο να συνεχίσουν οι δημιουργοί το έργο τους. Δεν προβληματίζει κανέναν όμως, προς το παρόν. Σε λίγο θα έχουμε και ένα GPT που ενδεχομένως θα προσπαθεί να δημιουργήσει τα επόμενα μουσικά αριστουργήματα ή τα επόμενα "μουσικά" προϊόντα…

Η τέχνη είναι συμμετοχική. Δεν ανήκει σε εμένα από τη στιγμή που την αφιερώσω στο κοινό. Και αν ακούτε να γκρινιάζουν οι καλλιτέχνες για τα δικαιώματα – τις αμοιβές τους δηλαδή, είναι απλά για να έχουν ένα τρόπο να ζουν και να μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που μπορούν – προσοχή, δεν μιλώ για την ποπ μουσική βιομηχανία, όπου ισχύουν άλλοι κανόνες.

Η συμμετοχική λοιπόν αυτή πράξη προϋποθέτει τη διάθεσή μου ως καλλιτέχνη να εκτεθώ, μέσω του έργου μου, αλλά και τη διάθεση του κοινού να συμμετέχει με τη συμβίωση μέσα από το έργο, με τη συγκίνησή του, με τη συμμετοχή του.

Όμως, δεν θέλω ένα κοινό που "συμμετέχει" στο έργο μου, γιατί του το "είπε" η τηλεόραση ή τα ΜΜΕ. Θέλω να αποτελεί επιλογή του να έρθει να "συναντηθεί" με το έργο μου. Με ενδιαφέρει, λοιπόν, ένα κοινό που με ανακαλύπτει με τον τρόπο του, με δική του αυτενέργεια, και όχι μέσω "διαφημιστικής" επιβολής ή πλύσης εγκεφάλου.

Ας μην γελιόμαστε. Τίποτα που αξίζει στη ζωή μας δεν είναι εύκολο. Γι' αυτό έχουμε ανάγκη μεγάλες δόσεις μαγείας, για να αντέχουμε τη δυσκολία της πραγματικότητας. Αλλιώς η μαγεία θα ήταν παντελώς άχρηστη.

Για ποιο λόγο επιλέγετε να ηχογραφείτε στην Σόφια και να συνεργάζεστε με ορχηστρικά σύνολα και στο στούντιο αλλά και στις συναυλίες;

Ξεκίνησα να δουλεύω με μεγάλες ορχήστρες της Σόφιας από το 1996, όταν μόλις άρχιζε η αλλαγή του καθεστώτος και ήταν μόλις "σχεδόν" εφικτό... Ήμουν πολύ νέος, μόλις 27 χρονών και ηχογραφούσα με 80 άτομα ορχήστρα και χορωδία σε απίστευτα studios με εξαιρετική ακουστική και πολύ αμφίβολα τεχνολογικά μέσα – γι' αυτό και έκανα την επεξεργασία στο Λονδίνο. Τότε η κατάσταση ήταν αρκετά επικίνδυνη, από το να σε ληστέψουν έως να σε απαγάγουν για μερικά δολάρια… ο πληθωρισμός ήταν τόσος, που με άλλη ισοτιμία δολαρίου μπαίναμε στο studio στην αρχή της μέρας και με άλλη βγαίναμε το βράδυ... και εννοώ τραγικά άλλη… Όμως δεν με ένοιαζε, γιατί πραγματοποιούσα κάτι που ήταν σχεδόν αδύνατο σε πολλές χώρες, και από συνθέτες πολύ πιο μεγάλους και γνωστούς από εμένα. Το επίπεδο των μουσικών ήταν εξαιρετικό, είχα μόλις γυρίσει από το Λονδίνο και το Λος Άντζελες και δεν πίστευα ότι αυτό μπορούσε να είναι εφικτό δίπλα μου… Ατέλειωτες ώρες στα σύνορα, τριτοκοσμικές καταστάσεις, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τόσο εκπληκτικό που δικαίωνε τα πάντα. Αυτός ο κόσμος ήταν επίσης ένα μεγάλο σχολείο για εμένα. Με δίδαξε τι σημαίνει 'θέλω', τι σημαίνει 'μπορώ' τι σημαίνει 'απαιτώ', τι σημαίνει 'δικαιούμαι', τι σημαίνει 'προκατάληψη', τι σημαίνει 'δήθεν'… Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες. Κάτι τέτοιο, εκείνη την εποχή, δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί στην Ελλάδα, για πολλούς λόγους, κυρίως τεχνικούς, αλλά και στην Ευρώπη, κυρίως για οικονομικούς. Όμως τα μουσικά σύνολα στην Σόφια κατόρθωσαν να κάνουν την πραγματικότητά τους μαγική, αφού σχεδόν η πλειοψηφία των κινηματογραφικών ταινιών ηχογραφούσαν αρχικά στην Ουγγαρία και την Τσεχία, μετά πιο πολύ στην Βουλγαρία και τώρα παίρνει ένα μερίδιο και η Βόρεια Μακεδονία… Ινδοί, Γερμανοί, Γάλλοι, Αμερικάνοι έρχονται και ηχογραφούν soundtracks στα Σκόπια…

Μέσα στα χρόνια οι συνθήκες φυσικά άλλαξαν, και τώρα πια δεν φοβάται κανείς, αλλά ευτυχώς δεν άλλαξε το επίπεδο των μουσικών. Έχω ηχογραφήσει με όλες σχεδόν τις σημαντικές ορχήστρες στη Σόφια (τη Ραδιοφωνία, την Φιλαρμονική, τους Sofia Soloists, Quarto Quartet, κ.ά.) και έχω φίλους και συνεργάτες που μοιραζόμαστε ένα αμοιβαίο σεβασμό, και με πολλούς εξ' αυτών δίνουμε συναυλίες. Είναι πάντα επαγγελματικά πολύ ψηλά, με αδιαπραγμάτευτη τη μουσική τους ποιότητα και ερμηνεία. Υπάρχει δε, τόσο μεγάλος συναγωνισμός και μεταξύ τους – στα μουσικά σύνολα εννοώ – που βελτιώνονται διαρκώς.

Η μουσική σας έχει πολύ μεγάλη απήχηση σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός ότι τον κυρίαρχο ρόλο πλέον έχει το διαδίκτυο, καθιστά πιο εύκολη την εξάπλωση της μουσικής ή είναι μια χαοτική διαδικασία να μπορέσουν να ξεχωρίσουν οι ποιοτικές δουλειές;

Κάποτε, όταν CDs μου κυκλοφορούσαν σε 8-10 χώρες, ένιωθα απίστευτα τυχερός και συγκινημένος. Σήμερα ενημερώνομαι από τις μουσικές πλατφόρμες ότι άνθρωποι από 97 χώρες, 450 πόλεις και πλέον επιλέγουν να ακούσουν τη μουσική μου… Αυτό από μόνο του είναι η απάντηση στην ερώτηση. Είναι πολύ σημαντικό. Όμως ο αριθμός των ανθρώπων είναι σίγουρα πολύ λιγότερος αυτών που ακούνε μουσική των pop stars…

Έχει σημασία; Δεν ξέρω να σας πω.

Η μουσική μου είναι εκεί έξω. Με το πάτημα ενός κουμπιού, όλη μου η μουσική, διεθνώς προσβάσιμη, μέσω μιας ασήμαντης συνδρομής ή και δωρεάν…

Για όσους όμως δεν ενδιαφέρονται να ψάξουν και απλά περιμένουν να ακούσουν μια playlist που κάποιος άλλος έφτιαξε γι' αυτούς, μπορεί και να μην υπάρχει… Το καλό με την τεχνολογία είναι ότι μέσα σε όλη την υπερπροσφορά, αν αρχίσεις να ψάχνεις με όποιο τρόπο, οι πλατφόρμες σου 'προτείνουν', μέσω αλγορίθμων, 'παρόμοια' μουσικά έργα. Αν ψάξεις δηλαδή μουσικές κλασσικές ή soundtracks, θα σου βγάλει αρχικά τα πιο πολύ-ακουσμένα, αλλά αν επικεντρωθείς σε κάποια πιο συγκεκριμένα, οι προτάσεις θα γίνονται όλο και πιο κοντά στα γούστα σου. Προϋποθέτει όμως θέληση και ενέργεια από τη μεριά του κοινού… Αν αφήσεις τα πράγματα να σε πάνε – σε όλα τα επίπεδα, σίγουρα -πέραν της επιλογής σου- χάνεις σιγά σιγά και το γούστο σου, ακόμη και την προσωπικότητά σου…

Και ολοκληρώνοντας αυτή τη συνέντευξη … Κύριε Αιόλου, πιστεύετε στη μαγεία;

Πιστεύω στο μεγάλο που υπάρχει μέσα μας. Πιστεύω στο ότι η καθημερινότητα, στην προσπάθεια της επιβίωσης, που γίνεται όλο και σκληρότερη, δεν εστιάζει σε αυτό, και χρειαζόμαστε ως άσκηση να θυμόμαστε πως τα σημαντικά είναι αλλού. Αν με ρωτάτε αν αυτά τα θεωρώ μαγικά, σίγουρα 'ναι'.

Δεν έχω κάποια άλλη, μικρή σύντομη λέξη που να χαρακτηρίζει κάτι τόσο μεγάλο, άλλο από το 'μαγικό'. Όχι όμως με την σκοτεινή έννοια που μας μαθαίνουν τα παραμύθια με τους δράκους και τις κακές μάγισσες. Με την έννοια του αφοπλιστικά φωτεινού, του κατακλυσμιαίου, του αισθήματος που σε 'παίρνει' μαζί του συθέμελα…

    ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

    Γιάννος Aιόλου: «Η Τέχνη ειναι συμμετοχική. Με ενδιαφέρει το κοινό που με ανακαλύπτει με δική του αυτενέργεια»
    Γιάννος Aιόλου: «Η Τέχνη ειναι συμμετοχική. Με ενδιαφέρει το κοινό που με ανακαλύπτει με δική του αυτενέργεια»
    Γιάννος Aιόλου: «Η Τέχνη ειναι συμμετοχική. Με ενδιαφέρει το κοινό που με ανακαλύπτει με δική του αυτενέργεια»
    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Κορκολής: «Η μουσική είναι μία και δεν έχει ταμπέλες»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου « Ο σκοπός αυτής της συναυλίας...

    Συνέχεια

    Άννινος: «Πάντα θα υπάρχει χώρος,για να γραφτούν όμορφες μουσικές»

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου Ο Στάθης Άννινος είναι από τους νέους ταλαντούχους μουσικούς...

    Συνέχεια

    Λούλατζης: «Το καλό τραγούδι μιλάει στις ψυχές των ανθρώπων».

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου Νέος...

    Συνέχεια

    Μακεδόνας: Χρέος μας είναι να μεταφέρουμε την αλήθεια των ποιητών

    Γράφει η Μίνα Μαύρου «Θέλησα να πραγματοποιήσω αυτό το αφιέρωμα, ελπίζοντας πως, μέσα από την ποίησή μας,...

    Συνέχεια

    Κουσκουμβεκάκης: «Όταν η κοινωνία αποκτήσει καλύτερη παιδεία, θα γίνουν πιο όμορφοι και οι ήρωές της»

    Γράφει η Ιλένια Χρίστου Στο μουσικό κόσμο του Απόλλωνα Κουσκουμβεκάκη δεν υπάρχουν ετικέτες, όλα τα...

    Συνέχεια

    Τερζάκης: Το τίμημα της επιλεκτικότητας είναι τελικά θετικό

    Γράφει η Μίνα Μαύρου Όταν ένας καλλιτέχνης δοκιμάζεται σε βυζαντινούς...

    Συνέχεια

    Πλέσσας: «Αν χαθεί ο σεβασμός, τίποτα δεν αξίζει τον κόπο»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου «Οταν ήμασταν παιδία, ο Μίμης μας ταξίδευε με το πιάνο του....

    Συνέχεια

    Νένα Βενετσάνου- Νότης Μαυρουδής: “Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα”

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου

    Με αφορμή την ιδιαίτερα επιτυχημένη σειρά παραστάσεών τους, σε συνεργασία με τον σημαντικό κιθαριστή της νέας γενιάς, Γιώργο Τοσικιάν, ο...

    Συνέχεια