Στιγμές του ποιητή Ηλία Παπακωνσταντίνου με την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Γράφει ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου
Μια γενναία γυναίκα που παρέδιδε μαθήματα ανθρωπιάς, ευαισθησίας και δύναμης.
Όταν καλείσαι να μιλήσεις για την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, είναι εύκολο και δύσκολο μαζί.
Εύκολο, γιατί η Κατερίνα ήταν ένας ποταμός αγάπης που έλουσε πολύ κόσμο με την ανθρωπιά της και με την ποίησή της, φυσικά. Έτσι, μπορείς να βρεις πολλά παραδείγματα και ωραίες στιγμές.
Δύσκολο, γιατί όταν ξαναέρχεται η κουβέντα γι' αυτήν, σου ξαναθυμίζει η στιγμή, πως δεν υπάρχει στην ζωή. Γιατί νομίζεις πως είναι μια προσωρινή απουσία, ένα κενό στον χρόνο.
Από την Κατερίνα ζήτησα ελάχιστα και μου έδωσε πολλά, όπως και σε πολλούς άλλους, ακόμη και σε κάποιους που δεν έπρεπε, γιατί την έβλεπαν σαν μέσο προβολής τους, σαν μπαστούνι να ακουμπήσουν τους κουτσούς ή μη στίχους τους. Προσπέρασαν δηλαδή τον άνθρωπο Κατερίνα, κάνοντας τη δουλειά τους και μόνο.
Σπάνια έλεγε όχι σε κάποιον που ζητούσε βοήθεια. Της άρεσαν τα γλυκά, τα αστεία, η μουσική, η ζωή και εννοείται η ποίηση! Είχε ένα πολύ κοφτερό μυαλό και ένα διεισδυτικό βλέμμα, ακόμη, μια εφηβική παρόρμηση και δίψα για τα πράγματα. Μου μιλούσε για τον νονό της που δεν γνώρισε όσο θα ήθελε, για το σπίτι στην Αίγινα (το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, μαζί με το χωράφι με τις φυστικιές) μου μιλούσε για τον πατέρα της, που ήταν κατά της ιδιοκτησίας, για την μητέρα της και φυσικά για τον Ρότνεϋ, που τον αγαπούσε πολύ. Ένα πρωί Κυριακής με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε, αν μπορώ, να πάω στο περίπτερο να της πάρω μία εφημερίδα, γιατί είχε ένθετο σε cd, ποιήματα του Κώστα Βάρναλη.
"Ήταν κι ο Βάρναλης στην βάφτισή μου", μου είπε, "τον είχε καλέσει ο νονός μου, ο Καζαντζάκης".
Πολλές φορές μιλούσαμε για προσωπικά μας θέματα, νιώθαμε ζεστασιά και είχαμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας, ήταν ένας άνθρωπος που σου μιλούσε ξεκάθαρα μπροστά σου και δεν κακολογούσε τους άλλους.
Ήταν αυτή που προέτρεψε τον γιο μου, Ορφέα, να εκδώσει το βιβλίο του και μάλιστα του έκανε πρόλογο. Είχε αγαπήσει τον Ορφέα. Θυμάμαι που πηγαίναμε στο σπίτι της και της διάβαζε ποίηση, δική του και δική της. Μάλιστα, στην παρουσίαση του βιβλίου του, ήταν ομιλήτρια, η μέρα ήταν πολύ βροχερή κι όμως ήταν εκεί. Όπως και ο Ορφέας στο τελευταίο της αντίο στην Αίγινα, εκεί που η απουσία πολλών που είχε βοηθήσει, όπως και της πολιτείας, ήταν τρανταχτή.
Της άρεσε να βγαίνει, σε παρουσιάσεις βιβλίων, σε μουσικές και θεατρικές παραστάσεις, για καφέ και φαγητό με φίλους, παρόλο το κινητικό πρόβλημα που είχε, ήταν αεικίνητη. Είχε μια έφηβη ψυχή. Μου έλεγε ότι θα περιορίσει τις εξόδους της στα καλλιτεχνικά, αλλά ποτέ δεν το έκανε, ένιωθε μια ηθική υποχρέωση να είναι κοντά στους νέους και στην ποίηση, αυτό της έδινε ζωντάνια. Θυμάμαι, το 2014, με τι χαρά με πήρε τηλέφωνο, για να μου πει πως πήρε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, για το σύνολο του έργου της. Είχε πάντα αγωνία για το αν θα ξαναγράψει, όταν είχε καιρό να πιάσει το στυλό. Μια μέρα με πήρε τηλέφωνο με μεγάλη χαρά και μου διάβασε το ποίημα "Καθρέφτης", σε λίγη ώρα είχα πάει σπίτι της και μου το ξαναδιάβασε,
"Είσαι ο πρώτος που το διαβάζω", μου είπε και είδα τη μεγάλη χαρά της, τα μάτια της άστραφταν, γιατί έγραψε πάλι. Είχε καιρό να γράψει και αυτό ήταν μια καινούρια αρχή.
"Σου αρέσει;" με ρώτησε, σαν να ήταν πρωτόβγαλτη στην ποίηση.
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ θα μείνει αιώνια στη μνήμη του κόσμου, όχι μόνο για την σπουδαία της ποίηση, αλλά και για την μεγάλη, γενναιόδωρη και φωτεινή ψυχή της. Θα μας λείπει πάντα η φωνή της, τα τρανταχτά της γέλια, οι υπέροχοι μορφασμοί της, τα αστεία της, οι τρελές φωτογραφίες που βγάζαμε, η απαγγελία της, το ψυχικό της άνοιγμα, όλα της.
Η υπαρξιακή της ποίηση, πιστεύω πως είναι μία έξοδος προς την ελευθερία της και μία είσοδος στην αλήθεια της, που φαινόταν τόσο καθαρά με γυμνό μάτι. Ήταν και είναι, ένα μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού πολιτισμού και της ποίησης. Είμαστε τυχεροί και ευτυχείς που μας άφησε χώρο και την γνωρίσαμε από τόσο κοντά και που υπήρξε και υπάρχει μέσα από τα σπουδαία ποιήματά της.
Η αγάπη μου για την Κατερίνα πάντα θα περισσεύει.
Στην ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ
Και ξαφνικά οι χάρτες έλυσαν τα σύνορα, τρίφτηκε ο κόσμος πάνω στον στίχο
σου, αποδομήθηκαν οι ουρανοξύστες που έψαχναν τον ουρανό των πάντων,
ναι, οι μάσκες έπεσαν στις λάσπες να βρούνε τον εαυτό τους. Κανείς δεν θα
πιστέψει αυτό το νέο, θα έρθω σαν καλοκαίρι το καλοκαίρι στην Αίγινα να σου
πω για την φωτογραφία που μου έδειξε η Κωχ, ήσουν με το μαγιό της
λύτρωσης, τότε που είχες βάλει τα αντιστασιακά σου όνειρα σε μίας οδύσσειας
το κάρο για ένα μοναδικό ταξίδι. Όλες οι βραδιές μετά δεν ήταν ίδιες, είχαν
κάτι κακοτράχαλους ματωμένους δρόμους και κάτι φίλους με νεανικό σημάδι
στις σελίδες κι ακόμη το μικρό δωμάτιό σου φαινόταν τεράστιο μέσα στην
επίπλαστη πόλη. Όσα μάτια και να είχαμε, δεν θα έφταναν ποτέ για να
τρέφονται από μια τέτοια κυοφορία. Συνέχεια ξεκλειδώναμε το χαμόγελο των
λέξεων κάτω από τις φυστικιές των μακριών σπαθιών και των πράσινων
φύλλων που τάιζες χρόνια με το λίπασμα του απερίφραστου. Σκέφτομαι τα
αντί που έφτυναν οι λέξεις σου στα μούτρα τους και αυτοί τα σκούπιζαν
σκυμμένοι σα να μη συμβαίνει τίποτα κι εσύ βυθισμένη στην αθωότητα, στο
χιούμορ και στην ανθρωπιά, να συγκολλάς τον κόσμο που τεμαχίστηκε στις
άβουλες σκέψεις του νου. Ο κρότος που άκουσε η γη ήταν από τα ποιήματά
σου που έσμιξαν με το χώμα, ήταν από τα τρανταχτά σου γέλια, ήταν από την
αγάπη σου για τους νέους ποιητές. Πίσω από τα βλέμματα ένας χαιρετισμός που
δεν πίστεψε κανείς, λίγα λουλούδια για την Κατερίνα και η περισυλλογή σε
θέση μάχης. Κάποιος είπε πως χάθηκε η Ποιήτρια, μην τον πιστεύετε.
Ηλίας Δ. Παπακωνσταντίνου 2020
Σχολιάστε