Η Πένυ Ξενάκη γράφει για τον δικό της Γιάννη Σπανό
"Γιάννη με λένε". Έτσι μου απάντησε στο "Κύριε Σπανέ" που του απηύθυνα την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν ο Γιάννης ο "Σπάνιος", αυθεντικός, αληθινός, με μια αμεσότητα αφοπλιστική και με ένα χαμόγελο που φώτιζε τα πάντα όλα.
Ο Γιάννης δεν είχε συνεργάτες, είχε φιλαράκια. Του άρεσαν οι παρέες, τα ταβερνάκια, τα μπαράκια και οπωσδήποτε, τα ατελείωτα ξενύχτια με γέλια μέχρι δακρύων.
Τα πρώτα χρόνια, πάνω από μια δεκαετία δηλαδή, ακολουθούσα, γιατί, δουλεύαμε ή δεν δουλεύαμε μαζί, σχεδόν κάθε βράδυ βρισκόμασταν, πάντα είχα γυαλιά ηλίου στην τσάντα μου, γιατί ήξερα πως θα με έβρισκε το πρωί. Όταν άρχισα να τα αποφεύγω τα ξενύχτια, μου γκρίνιαζε.
Τον Σεπτέμβρη του 1983 με πρωτοπήρε μαζί του. Με είχε ακούσει να τραγουδώ στον Λυκαβηττό στην πρώτη μου (παρθενική) εμφάνιση με τον Μίμη Πλέσσα, δύο χρόνια πριν. Έτσι, λοιπόν, με κάλεσε στο σχήμα του, με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και τον Διονύση Θεοδόση, τον Αργύρη Κούκα και τη Σόνια Θεοδωρίδου, η οποία έπαιζε και θαυμάσιο ακορντεόν.
Ξεκινήσαμε με μια παταγωδώς αποτυχημένη περιοδεία στη Βόρειο Ελλάδα που όμως περάσαμε απίστευτα καλά, γιατί το διακωμωδούσε ο ίδιος μοναδικά. Μετά πήγαμε στο "Κύτταρο" όπου σκίσαμε και την επόμενη χρονιά ήρθε το θρυλικό «Μισέλ» με το μαγικό σχήμα Σπανός - Χατζηνάσιος και την τετράδα μας Θεοδόσης - Ξενάκη - Αγγέλου - Ζαφειρόπουλος. Εκεί γνωρίσαμε αποθέωση! Και δεν υπερβάλλω καθόλου!
Αυτή ήταν η αρχή, για να κυλήσουν σχεδόν 40 χρόνια, όπου πια ο Γιάννης έγινε οικογένειά μου. Γιατί ζήσαμε πίκρες και χαρές. Παντρέψαμε και κηδέψαμε φίλους και συγγενείς. Είχαμε και τους καβγάδες μας, αλλά πάντα τα βρίσκαμε με μεγάλες αγκαλιές. Τα τελευταία χρόνια... ίσως ήταν τα πιο γλυκά μας.
Στην "Απανεμιά" που του άρεσε τόσο πολύ, γιατί ήταν ένα με τον κόσμο. Εδώ θα πω ότι αυτός ο τόσο ευφυής και ταλαντούχος άνθρωπος, αυτός ο τεράστιος συνθέτης ένιωθε πάντα φοβία και τρακ με τον κόσμο. Στους μικρούς χώρους ήταν ασφαλής. Όπως και στον κήπο του! Εκεί ήταν ο βασιλιάς της Ζούγκλας. Τρέλα με τα φυτά. Φεύγαμε από συναυλίες και γέμιζε το αμάξι με γλάστρες από φυτώρια. Μισούσε τις δηθενιές και λάτρευε τους λαϊκούς ανθρώπους. Η τελευταία μας φορά που μιλήσαμε ήταν λίγες ώρες, πριν φύγει.
"Γιαννάκο μου μπαίνω στην τράπεζα θα σε πάρω μετά. Σ' αγαπώ".
Δεν προλάβαμε... Μου λείπει, όχι τόσο ο Σπανός, γιατί μας άφησε θησαυρούς, μου λείπει ο Γιάννης!















































Σχολιάστε